Η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζουν ένα δίλημμα στους πολίτες μεταξύ της ακραίας ρητορικής και της χυδαιότητας και της σταθερότητας και του σοβαρού πολιτικού λόγου
Γράφει ο Γιάννης Ντσούνος
«Ας διαφυλάξουμε την πολιτική αντιπαράθεση, ώστε να μην γίνει μακελειό χυδαιότητας», είπε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός πριν από μερικές. Και γιατί επίλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κάνει αυτήν την αναφορά και να στείλει αυτό το μήνυμα προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Εδώ και αρκετούς μήνες η αξιωματική αντιπολίτευση έχει προσχωρήσει σε μια ρητορική, η οποία -σύμφωνα με τον πρωθυπουργό και τα στελέχη της ΝΔ- δηλητηριάζει την πολιτική ζωή, τον πολιτικό λόγο και ευτελίζει τον δημόσιο διάλογο.
Η ρητορική αυτή περιλαμβάνει προσωπικές επιθέσεις σε υπουργούς και στελέχη της κυβέρνησης, στον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και σε μέλη των οικογενειών τόσο του ίδιου, όσο και κορυφαίων υπουργών. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που επικαλούνται στην ΝΔ ήταν η προσωπική επίθεση Βερναρδάκη στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, την οποία αποκάλεσε «Πισπιρίγκου της Παιδείας». Και μπορεί ο κ. Βερναρδάκης να ζήτησε συγνώμη και μπορεί ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας να καταδίκασε την συγκεκριμένη δήλωση, ωστόσο οι «γαλάζιοι βουλευτές» αναφέρουν ότι τέτοιες συμπεριφορές και δηλώσεις είναι ενδεικτικές της αντιπολιτευτικής στάσης που θα τηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές.
Διάχυση της τοξικότητας
Την ίδια τοξικότητα αποδίδουν στην αξιωματική αντιπολίτευση και για την κριτική που ασκείται στις αποφάσεις της δικαιοσύνης, που κρίνονται «αλά καρτ» και όποτε αυτές εξυπηρετούν μικροκομματικά συμφέροντα, ενώ την ίδια τοξικότητα εξυπηρετεί, σύμφωνα πάντα με τα κυβερνητικά στελέχη, και η απουσία του ΣΥΡΙΖΑ από τις ψηφοφορίες στα δύο τελευταία κρίσιμα για την χώρα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν στην Βουλή. Τοξική χαρακτηρίζεται και η πολιτική εκμετάλλευση των προσπαθειών της κυβέρνησης για παροχή ενισχύσεων στους οικονομικά ασθενέστερους με βασικό το power pass, όπου ενώ εξαρχής η κυβέρνηση είχε διευκρινίσει ότι θα κυμαίνεται από 18 έως 600 ευρώ, η αξιωματική αντιπολίτευση έσπευσε να καλλιεργήσει προσδοκίες ότι η κυβέρνηση «τάζει» σε όλους το μέγιστο ποσό των 600 ευρώ.
Το κλίμα τοξικότητας έγινε ακόμη πιο βαρύ τις τελευταίες εβδομάδες μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, που «έκλεισαν» οριστικά και αμετάκλητα το ζήτημα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες τον Σεπτέμβριο. Οι φράσεις που ακούστηκαν από τα στελέχη των κομμάτων της αντιπολίτευσης για το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη και ακολούθως για τον θεσμό του πρωθυπουργού τον οποίο εκπροσωπεί σίγουρα δεν συνάδουν με το πολιτικό ήθος που θα θέλαμε ως πολίτες να έχει το πολιτικό μας προσωπικό.
Η στάση της κυβέρνησης
Απέναντι, λοιπόν, σε αυτήν την στάση και την ρητορική της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν αποφασίσει να αντιπαραθέσουν μια σειρά από πολιτικά επιχειρήματα. Ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να σηκώσει κανένα γάντι μικροπολιτικής αντιπαράθεσης, όπως άλλωστε αναμένεται να κάνουν και τα κυβερνητικά στελέχη. Ωστόσο οι χυδαίες επιθέσεις και οι προσβολές θα αναφέρονται και θα δημοσιοποιούνται, ώστε να γνωρίζει ο ελληνικός λαός και από πού και ποιους προέρχονται, αλλά και ποιους ακριβώς κομματικούς σκοπούς εξυπηρετούν.
Συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου
Την ίδια ώρα θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης και η ψήφιση νομοσχεδίων στην Βουλή, εκεί όπου μπροστά σε μια πολιτική αντιπαράθεση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει είτε το «παρών», είτε την αποχή και την αποχώρηση. Το γεγονός αυτό θα καταδειχθεί από την κυβέρνηση ως επιστροφή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εποχή του «Όχι σε όλα». Στην ουσία μετά και την καλοκαιρινή ραστώνη και με γνώμονα τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζουν ένα δίλημμα στους πολίτες μεταξύ της ακραίας ρητορικής και της χυδαιότητας και της σταθερότητας και του σοβαρού πολιτικού λόγου. Και οι πολίτες θα αποφασίσουν αν θέλουν οι πολιτικοί να αντιπαρατίθενται με πολιτικούς όρους ή με «όρους πεζοδρομίου».