Το ημερολόγιο έγραφε «13 Νοέμβρη 1941. Τσουχτερό κρύο και ψιλή φθινοπωρινή βροχή. Έξω από τις Νέες Φυλακές Θεσσαλονίκης, σκόρπιες ομάδες νέων, ανδρών γυναικών, περίμεναν συζητώντας χαμηλόφωνα. Όλα τα πρόσωπα είναι σοβαρά και κάθε λίγο κοιτάζουν την θεόκλειστη σιδερόπορτα των Φυλακών. Μερικοί διαβάτες που περνάνε αυτή την πρωϊνή ώρα, στέκονται μπροστά σ’ αυτή την ασυνήθιστη κίνηση που την πλακώνει μια ατμόσφαιρα φορτωμένη δέος. Ρωτάνε:
Τι συμβαίνει;
Θα εκτελέσουν δύο φοιτητές
Παγώνουν και στέκουν τρομαγμένοι. Σε λίγο, ακούγεται από το βάθος της οδού Κασσάνδρου βόμβος αυτοκινήτου. Ένα μαύρο φορτηγό της Βέρμαχτ πλησιάζει. Όλα τα πρόσωπα στρέφονται απότομα προς την σκοτεινή όψη του, ώσπου σταματά μπροστά στην είσοδο των Φυλακών. Την ίδια στιγμή πηδούν από μέσα επτά θεόρατοι Γερμανοί της Φελντ-Τζανταρμερί. Ο κόσμος σφίχτηκε σιωπηλός. Με τα αυτόματα στα χέρια, ανέκφραστοι, πέτρινοι, με μεγάλα βήματα όρμησαν πάνω στο πλήθος. Γριές, γέροντες, παιδιά, ότι βρίσκονταν μπροστά τους, σκουντιόνταν και βρίζονταν για να απομακρυνθεί. Κλάματα και βοερές κραυγές ακούστηκαν. Μια κοπέλα δεν έφευγε. Την άρπαξαν από το γιακά και τη σύρανε ίσαμε τα όρια της ζώνης που θέλανε να κρατήσουν γύρω από το αυτοκίνητο. Ήταν η αδελφή του Καπέση.
Την ίδια στιγμή έφτασε και μια κούρσα. Από μέσα βγήκανε ένας Γερμανός αξιωματικός και ένας παππάς. Μπήκαν στη φυλακή και εξαφανίστηκαν πίσω από μια πόρτα στο βάθος της αυλής. Πέρασαν δέκα λεπτά φριχτής αναμονής, ώσπου από το βάθος του διαδρόμου φάνηκαν οι μελλοθάνατοι. Μπροστά ο παππάς, πίσω τέσσερις της Φελντ-Τζανταρμερί και στη μέση αλυσοδεμένοι ο Διορινός και ο Καπέσης. Μόλις η συνοδεία έφτασε στην έξοδο, οι μελλοθάνατοι αρπάχτηκαν από πίσω και ρίχτηκαν στο εσωτερικό του φορτηγού. Την ίδια στιγμή ανέβηκαν και οι Γερμανοί. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε συνοδευόμενο από τις σπαρακτικές κραυγές των συγγενών των μελλοθανάτων. Ο παππάς μπήκε πάλι στην κούρσα με την οποία ήρθε και η οποία ακολούθησε το φορτηγό. Ύστερα από τρία τέταρτα της ώρας, τα δύο αυτοκίνητα σταθήκανε κάπου στη Μίκρα. Μία ριπή πολυβόλου που κροτάλισε και το παν είχε τελειώσει»!
Οι πρώτοι φοιτητές που εκτελέστηκαν
Πρόκειται για μία απόλυτα αληθινή ιστορία. Το διήγημα αυτό γράφτηκε που λέγεται «Τιτάνες της Λευτεριάς» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» και περιγράφει ανάγλυφα τις τελευταίες στιγμές των φοιτητών Καπέση και Διορινού. Των πρώτων φοιτητών που εκτελέστηκαν από τους Ναζί.
Εκτελέστηκαν στο «Κόκκινο Σπίτι»
Ο Σωκράτης Διορινός, που ήταν φοιτητής της Νομικής από τους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης και ο Ηλίας Καπέσης, φοιτητής της Φυσικομαθηματικής με καταγωγή από το Μοναστήρι (Μπίτολα), γεννημένοι αμφότεροι το 1917, εκτελέστηκαν στο “Κόκκινο σπίτι”! Τον τόπο εκτελέσεων από τους Ναζί που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το “Θέατρο Γης” της Θεσσαλονίκης ή κατά άλλους στην περιοχή του αεροδρομίου Σέδες. Ήταν μέλη της εθνικοαπελευθερωτικής αντιστασιακής οργάνωσης “Ελευθερία” που είχε δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 15 Μαΐου 1941 και ήταν η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα. Έγραφαν στα γερμανικά και διακινούσαν προκηρύξεις κατά των Γερμανών και συνελήφθησαν με την κατηγορία «πράξεων εσχάτης προδοσίας», ενώ στο σπίτι του Καπέση ανακαλύφτηκε έντυπο αντιστασιακό υλικό.
Η προδοσία του Εβραίου
«Οι αστυνομικοί Θεσσαλονίκης Πολυχρονόπουλος και Κωφίτσας, ανακρίνοντας έναν νεαρό Εβραίο που είχαν συλλάβει, αυτός τούς αποκάλυψε ότι ο φίλος του Ηλίας Καπέσης μαζί με άλλους συμφοιτητές του, ήταν αυτοί που σκόρπιζαν προκηρύξεις στα γερμανικά έξω από στρατιωτικές μονάδες των κατακτητών, καλώντας τους Γερμανούς στρατιώτες να μην συνεργήσουν στο ναζιστικό έγκλημα που διαπράττονταν στην Ελλάδα και την υπόλοιπη κατεχόμενη από τους χιτλερικούς Ευρώπη», αναφέρει το διήγημα «Τιτάνες της Λευτεριάς».
Έστησαν καρτέρι
Οι αστυνομικοί αφού συνέλαβαν τον Καπέση, ο οποίος «απερίσκεπτα κρατούσε στα συρτάρια του γραφείου του προκηρύξεις του αγώνα καθώς και μία χειρόγραφη, στη γερμανική γλώσσα, που καλούσε τους Γερμανούς να πετάξουν τα όπλα τους και να ταχθούν στο πλευρό του Ελληνικού λαού» και κλείδωσαν στη σοφίτα του σπιτιού φρουρούμενες τη μητέρα και την αδελφή του, έστησαν καρτέρι, συλλαμβάνοντας επτά συμφοιτητές του, που στους οποίους έκανε μαθήματα στη Φυσική και τα Μαθηματικά.
Όταν μετά τα βασανιστήρια, ο Καπέσης δεν είπε κουβέντα για τους συνεργάτες του, τον παρέδωσαν στην Γκεστάπο και άκαρπη αυτή με τη σειρά της τον παρέπεμψε στο Γερμανικό Έκτακτο Στρατοδικείο.
Η προπαγάνδα περί Βούλγαρου
Τον Καπέση μετά θάνατον, ο Αθανάσιος Χρυσοχόου, που είχε τοποθετηθεί από η δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας τον έβγαλε «Βούλγαρο πράκτορα», ορμώμενος από το γεγονός, ότι ο πατέρας του Καπέση, όταν έμαθε για τη σύλληψη του γιου του και προκειμένου να αποφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα, θυμήθηκε πως είχε γνωρίσει τυχαία έναν Βούλγαρο αξιωματικό, όταν ως εμπορικός αντιπρόσωπος πήγαινε στη Σόφια. Είχε αποσπαστεί στη Θεσσαλονίκη και έτσι πήγε, τον βρήκε και έπεσε στα πόδια! Ο Βούλγαρος δέχτηκε να τον βοηθήσει, να μεσολαβήσει για να γλιτώσει την εκτέλεση ο γιος του, ωστόσο όταν πήγε στη διοίκηση της Ασφάλειας, αλλά και στην Γκεστάπο, του είπαν πως δεν είχε καμιά αρμοδιότητα.
Ο Χρυσοχόου μαθαίνοντας για την επαφή αυτή με τον Βούλγαρο αξιωματικό, δημιούργησε την προπαγάνδα του παρουσιάζοντας τον ως «πράκτορα των Βούλγαρων». «Ο Καπέσης μετά την καταδίκην του, απεκάλυψεν ότι ήτο Βούλγαρος γεννηθείς εις Βουλγαρίαν, πράκτωρ της βουλγαρικής προπαγάνδας, ενεργήσας κατά τας οδηγίας του μετέπειτα προέδρου της Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης Αλεξ. Σαμαρτζίεφ, όστις τον είχεν επισκεφθεί δεκάκις προς της συλλήψεώς του και τον καθοδήγει εις την εκδήλωσιν εργασίας κομμουνιστικής χροιάς, αποσκοπούσης εις το κλείσιμον του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» είχε γράψει στην αναφορά του.
Ψευδολογίες στο βιβλίο «η κατοχή στην Ελλάδα»
Ο συμφοιτητής του Καπέση όμως, Νικόλαος Μπαξεβάνος είχε γράψει: «Ένας από τους κορυφαίους συνεργάτες των Γερμανών, εδώ στη Θεσσαλονίκη, ο συνταγματάρχης του ιππικού, Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού και δεξί χέρι του κατοχικού πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου, με ένα σωρό ψευδολογίες προσπαθεί να αμαυρώσει τη μνήμη του συμφοιτητή μου Καπέση, που υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της Εθνικής Αντίστασης.
Στο βιβλίο του «Η κατοχή στη Μακεδονία», όπου γράφει και τα «κατορθώματά» του στην περίοδο αυτή, υποστηρίζει ότι… η αντιστασιακή δράση του Καπέση οφειλόταν σε μια συμφωνία του φοιτητή με τους Βουλγάρους για να κλείσουν οι Γερμανοί το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και να υποχρεώνονται οι φοιτητές να σπουδάζουν στη Σόφια. Μάλιστα γράφει ακόμα το ασύστολο ψέμα ότι ο Καπέσης μετά την καταδίκη του έκαμε γνωστό πως ήταν Βούλγαρος, γεννημένος στη Βουλγαρία, χωρίς να αναφέρει τόπο γεννήσεως και ότι ήταν πράκτορας της βουλγαρικής προπαγάνδας. Τέτοιο ψέμα και τέτοια κακοήθεια δεν έχουν προηγούμενο. Και γιατί τάχα οι Γερμανοί να θέλουν να εξοντώσουν ένα τόσο σπουδαίο πράκτορα των συμμάχων τους Βουλγάρων; Τον διαψεύδω κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο για όσα χονδροειδή ψεύδη λέγει σε βάρος του Ηλία Καπέση.
Τον Ηλία τον ήξερα πολύ καλά και είναι κρίμα να λέγονται τέτοια ψευδολογήματα σε βάρος του. Ο Ηλίας ήταν ένα λαμπρό παλικάρι, ένας αγνός πατριώτης και ένας θερμός αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Καμία σχέση δεν έχει ο Ηλίας με τις κατηγορίες του Χρυσοχόου, όλες του οι πράξεις εξυπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον και μόνο. Ο Καπέσης και όλοι οι άλλοι φοιτητές ένα μοναδικό σκοπό είχαμε, να κρατήσουμε το πανεπιστήμιο ανοιχτό, πράγμα που το θεωρούσαμε επείγουσα εθνική ανάγκη. Και πράγματι, με τη ζωντάνια που είχε, έδωσε ζωή και θάρρος στη σκλαβωμένη πόλη, όταν άλλοι τον ίδιο καιρό, σαν το Χρυσοχόου, έκαμναν αγώνα κάτω από τα σκέλη των Γερμανών, για να συνεχισθεί η γερμανοκρατία».
Ακολούθησαν πολλοί
Οι Διορινός και Καπέσης ήταν οι πρώτοι, αλλά όχι οι τελευταίοι. Ακολούθησαν πολλοί αντιστασιακοί νέοι της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1941-1944: 66 νεκροί φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης -22 της Νομικής σχολής, 16 της Γεωπονικής, 8 της Ιατρικής, 7 της Φιλοσοφικής, 7 της Φυσικομαθηματικής, και 6 της Δασολογικής-, που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από βασανιστήρια, ενώ δεκάδες είναι οι αγνοούμενοι και εκατοντάδες οι τραυματίες και φυλακισμένοι φοιτητές αυτήν την περίοδο. Τιμώντας τη μνήμη των φοιτητών αυτών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει στήσει μνημείο πεσόντων φοιτητών στο χώρο της πανεπιστημιούπολης.