Ράγισε καρδιές η κατάθεση της Βαρβάρας Βουκάκη, της γυναίκας που έχασε τον σύζυγό της και τα δυο της παιδιά κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. «Είμαι η Βαρβάρα Βουκάκη, μητέρα της Εβίτας και του Ανδρέα και σύζυγος του Γρηγόρη, που χάθηκαν στη φονική πυρκαγιά από τις εγκληματικές παραλείψεις όλων των κατηγορουμένων», είπε στην έδρα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ξεκινώντας την κατάθεσή της. Καθ’όλη τη διάρκεια της κατάθεσής συγγενείς θυμάτων ακόμα και δικηγόροι που κάθονταν στα έδρανα της πολιτικής αγωγής παρακολουθούσαν δακρυσμένοι τα όσα εξιστορούσε η χαροκαμένη γυναίκα.
«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα» είπε κλείνοντας την κατάθεσή της με το ακροατήριο να τη χειροκροτεί. Η κ. Βουκάκη ξεκίνησε να μιλά για το πώς έμαθε για τη φωτιά που ξεκίνησε από την περιοχή Νταού Πεντέλης. «Ο σύζυγος μου με τα παιδιά εμένα στο Μάτι κι εγώ πηγαινοερχόμουν στο Γαλάτσι. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στο σύζυγο μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Ότι άκουσε στην τηλεόραση πως κατευθύνεται στο Διόνυσο και θα έπρεπε να ανησυχούμε για το σπίτι μας στη Δροσιά», είπε στο δικαστήριο και πρόσθεσε: «Εγώ μέσα μου ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί».
Όπως είπε, γύρω στις 6 και κάτι το απόγευμα την πήρε τηλέφωνο ο σύζυγός της
«Ήταν ένας άλλος άνθρωπος, μου είπε ότι η φωτιά πλησιάζει απειλητικά, ότι έψαχνε κάποιον υπεύθυνο, ότι θα έπαιρνε τα παιδιά και θα έφευγε από το σπίτι γιατί φοβόταν, να βρει ένα ασφαλές μέρος…». Η μάρτυρας είπε ότι έφυγε αμέσως από το γραφείο και άρχισε να τηλεφωνεί σε τροχαία και πυροσβεστική να πληροφορηθεί πώς μπορεί να φτάσει συντομότερα στο Μάτι, χωρίς κανένας να της απαντά. «Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαινα γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν», είπε.
Κάποια στιγμή κατάφερε να μιλήσει με τον γιο της στο τηλέφωνο
«Ήταν τρομοκρατημένος ο μικρούλης μου, μου είπε ότι είναι στο λιμάνι, ότι ακούγονται εκρήξεις, μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι μαμά μου» μου έλεγε. Τους είπα ότι θα πάω να τους βρω. Ήξερα ότι θα γινει χαμός, το διαισθανόμουν. Ξανάπερνα τηλέφωνο, ξανάπερνα. Κάποια στιγμή απάντησε ο σύζυγός μου, ούρλιαζε «καιγόμαστε, δεν το καταλαβαίνεις; Πού να έρθεις να μας βρεις;» φώναζε… Ο Γρηγόρης μου έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι…» είπε η Βαρβάρα Βουκάκη και ξέσπασε σε λυγμούς.
”Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό”
Η μάρτυρας συνέχισε να περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να μάθει τι είχε συμβεί στην οικογένειά της. «Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. «Πού πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα» μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Η αποκάλυψη του Ιωάννη. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή. Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς. Εγκατάλειψη, πανικός, τρόμος αυτό ένιωσα ότι ένιωθε ο Γρηγόρης τρέχοντας να σωθεί…».
Η μάρτυρας συνέχισε να περιγράφει τον εφιάλτη. Είπε ότι επέστρεψε στο σπίτι και άρχισε να σκέφτεται τι μπορεί να είχε συμβεί όταν ο σύζυγος και τα παιδιά της κυκλώθηκαν από τη φωτιά και αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν: «Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδί να φύγουν και η Εβίτα έλεγε «μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου» και τις φώναζε «έλα με τις σαγιονάρες». Ήθελα να ψάξω το δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζήσαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα; Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου… Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;»
Αναζητώντας τα ίχνη των δικών της ανθρώπων η μάρτυρας πήγε προς το λιμάνι της Ραφήνας
«Έδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινα κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε: «Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανά κατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».
Η Βαρβάρα Βουκάκη παρά το τραγικό νέο μάζεψε όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει και συνέχισε ένα αναζητεί τον άνδρα της και το γιο της με την ελπίδα αυτοί να τα έχουν καταφέρει. Κατευθύνθηκε προς το «οικόπεδο της φρίκης», όπου χάθηκαν 26 ψυχές. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Πού είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω. Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου… Ήθελα να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω «αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών».
”Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα”
Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπα να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ένας οικογενειακός φίλος βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ».
Λίγο μετά έμαθε τα τραγικά νέα… «Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δεν μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω DNA για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».