Στα αντικρουόμενα συμπεράσματα μελετών για το ενδεχόμενο ξαφνικής κώφωσης εξαιτίας του εμβολιασμού κατά του κορονoϊού, επιχειρεί να απαντήσει Φινλανδική μελέτη
Ξαφνική απώλεια ακοής παρατηρήθηκε σε αρκετά περιστατικά στη διάρκεια της πανδημίας, τα οποία σχετίσθηκαν με τον εμβολιασμό κατά του κορονoϊού. Μόνο στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για αναφορές ύποπτων ανεπιθύμητων ενεργειών φαρμάκων, μέχρι τις 15 Μαρτίου 2022, περιλαμβάνονται πάνω από 1000 αναφορές για ξαφνική νευροαισθητήρια απώλεια ακοής, συσχετιζόμενη με τον εμβολιασμό COVID-19. Ο αριθμός των περιστατικών αυτών είναι μικρός σε σχέση με το συνολικό αριθμό δόσεων του εμβολίου κατά του κορονoϊού που ξεπέρασαν το 1,5 δις. δόσεων ως τον περασμένο Μάρτιο, χαρακτηρίζοντας αυτές τις αναφορές ως σπάνιες.
Έκθεση του 2021 στις ΗΠΑ που βασίστηκε σε δεδομένα από το Σύστημα Αναφοράς Ανεπιθύμητων Συμβάντων Εμβολίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συχνότητα εμφάνισης της ξαφνικής απώλειας ακοής ήταν χαμηλότερη μετά τον εμβολιασμό κατά του COVID-19 σε σχέση με τον μη εμβολιασμένο πληθυσμό. Η μόνη μελέτη με βάση τον πληθυσμό για αυτό το θέμα, από το Ισραήλ, ανέφερε αυξημένο κίνδυνο απώλειας ακοής μετά τη χορήγηση του εμβολίου mRNA σε σύγκριση με τη συχνότητα εμφάνισης του 2018 σε έναν τυποποιημένο πληθυσμό ως προς την ηλικία και το φύλο.
Αμφιλεγόμενη συσχέτιση
Όμως η συσχέτιση μεταξύ της μόλυνσης από SARS-CoV-2 και της ξαφνικής νευροαισθητήριας απώλειας ακοής είναι αμφιλεγόμενη. Σε μία μελέτη δεν υπήρχε εμφανής συσχέτιση μεταξύ ξαφνικής κώφωσης και COVID-19, καθώς κανένας από τους 25 ασθενείς με ξαφνική δεν είχε θετικό αποτέλεσμα εργαστηριακής δοκιμής SARS-CoV-2. Ωστόσο, σε αρκετές αναφορές περιστατικών, η ξαφνική νευροαισθητήρια απώλεια ακοής έχει ακολουθήσει τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2. Η ξαφνική νευροαισθητήρια απώλεια ακοής συμβαίνει όταν παρατηρείται βλάβη στον κοχλία ή το ακουστικό νεύρο, σε διάστημα μέχρι 72 ωρών και συμβαίνει συνήθως μόνο στο ένα αυτί. Πρόκειται για σπάνια, αλλά σοβαρή κατάσταση που επηρεάζει περίπου 5 – 20/100.000 άτομα ετησίως σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Στο 40% έως 60% των περιπτώσεων, η ακοή θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα σε λίγες εβδομάδες.
Η καθυστέρηση στην αναζήτηση περίθαλψης είναι αναμενόμενο να οδηγεί σε μείωση των περιστατικών που δηλώνονται, κάτι που παρατηρήθηκε στην αρχή της πανδημίας, λόγω περιοριστικών μέτρων, οπότε ο πληθυσμός απέφευγε τις δομές υγείας.
Η μελέτη
Δεδομένων των αμφιλεγόμενων αποτελεσμάτων Φινλανδοί ερευνητές από το Ινστιτούτο Υγείας της χώρας και το Πανεπιστήμιο Τάμπερε εξέτασαν τα δεδομένα 5,5 εκατ. Φινλανδών από την 1η Ιανουαρίου του 2019 ως τις 20 Απριλίου του 2022 διερευνώντας νέα περιστατικά ξαφνικής νευροαισθητήριας απώλειας ακοής ως πρωτογενή ή δευτερογενή διάγνωση. H σχετική μελέτη τους δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA.
Διαπιστώθηκε ότι σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Φινλανδίας μεταξύ 2016 και 2019, η μηνιαία επίπτωση της ξαφνικής νευροαισθητήριας απώλειας ακοής κυμαινόταν από 13 – 23/100.000 ανθρωποέτη. Το 2020, ο Απρίλιος και ο Μάιος εμφάνισαν τα χαμηλότερα περιστατικά μετά το 2016 (11 και 12/100.000 ανθρωποέτη, αντίστοιχα) και τον Φεβρουάριο του 2021, την υψηλότερη συχνότητα (έφτασε τα 27/100.000 ανθρωποέτη). Έκτοτε, τα μηνιαία περιστατικά κυμαίνονταν στο ίδιο επίπεδο με πριν από το 2020, μεταξύ 14 και 21/100.000 ανθρωποέτη.
Πριν το εμβόλιο
Κατά τη διάρκεια του χρόνου πριν την πανδημία στη Φινλανδία από 1 Ιανουαρίου 2019 – 1 Μαρτίου 2020, ανέπτυξαν ξαφνική νευροαισθητήρια απώλεια ακοής 1216 περιστατικά, που αντιστοιχούν σε συχνότητα 18,7 ανά 100.000 ανθρωποέτη (από 17,7-19,8). Υπήρξε μια ξαφνική μείωση στη συχνότητα εμφάνισης της ξαφνικής κώφωσης στην αρχή της επιδημίας τον Μάρτιο του 2020, και ακολούθησε μια αργή αύξηση στα επίπεδα πριν την πανδημία ως το τέλος του 2020.
Από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2020, η επίπτωση της ξαφνικής κώφωσης ήταν χαμηλότερη από ό,τι πριν από την πανδημία (15,7/100.000, από 14,5-16,8). Αμέσως μετά την έναρξη των εμβολιασμών στις αρχές του 2021, η συχνότητα μειώθηκε.
Επίπτωση πριν και μετά τον εμβολιασμό
Στον πληθυσμό που εμβολιάστηκε για την COVID-19, η συχνότητα εμφάνισης της ξαφνικής κώφωσης δεν έδειξε ένα χρονικό μοτίβο που να σχετίζεται με τον εμβολιασμό και τα περιστατικά κατά τις κύριες περιόδους κινδύνου ήταν παρόμοια με τα περιστατικά πριν από τον εμβολιασμό και μετά τις περιόδους κύριου κινδύνου. Τα περιστατικά ξαφνικής κώφωσης κατά την περίοδο του κύριου κινδύνου 0 έως 54 ημέρες μετά την πρώτη δόση εμβολίου COVID-19 κυμαινόταν από 18,5 – 22,1 ανά 100.000 ανθρωποέτη.
Ως δευτερεύων στόχος, διερευνήθηκε η σχέση της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 με τον κίνδυνο για ξαφνική κώφωση, όπου και πάλι δεν υπήρξαν ισχυρές ενδείξεις για αυξημένο κίνδυνο κώφωσης μετά από μόλυνση, όπου το προσαρμοσμένο ποσοστό περιστατικών παρέμεινε το ίδιο (1,1) τόσο για την περίοδο κύριου κινδύνου 0 – 54 ημέρες μετά τη μόλυνση όσο και για την περίοδο δευτερογενούς κινδύνου 55 ημέρες και μετά από τη μόλυνση ήταν, υποδηλώνοντας ότι δεν υπάρχει καμία σημαντική αλλαγή στη συχνότητα εμφάνισης της ξαφνικής κώφωσης σε σύγκριση με τον χρόνο πριν τη μόλυνση.