Αθήνα

°C

kairos icon

Δευτέρα

18

Νοεμβρίου 2024

alphafreepress.gr / ΕΛΛΑΔΑ / Δίκη Μάτι σήμερα – δίδυμες: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις για τα κορίτσια που «κάηκαν αγκαλιά»
ΕΛΛΑΔΑ

Δίκη Μάτι σήμερα – δίδυμες: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις για τα κορίτσια που «κάηκαν αγκαλιά»

Δίκη Μάτι σήμερα - δίδυμες: «Δεν μπορούσαν να ταυτοποιήσουν ποιοι παιδί είναι ποιο»

Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 η οικογένεια Φιλιππόπουλου ξεκληρίστηκε στη φωτιά στο Μάτι, καθώς ο Γιάννης Φιλιππόπουλος και η σύζυγός του έχασαν τα δίδυμα κοριτσάκια τους, τις εννιάχρονες Βασιλική και Σοφία. Μαζί τους βρήκαν φριχτό θάνατο στις φλόγες και οι γονείς του κ.Φιλιππόπουλου. Τους βρήκαν και τους τέσσερις αγκαλιά καμένους στο οικόπεδο Φράγκου. «Μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει. Στο γραφείο τελετών είπα να μην κάνουν τα φέρετρα μικρά κουτάκια. Ζήτησα να τα σφραγίσουν. Το θέαμα ήταν φριχτό και δεν ήθελα να ανοίξει η σύζυγός μου τα φέρετρα, δεν θα μπορούσα να τη συγκρατήσω. Ως τελευταία επιθυμία ζήτησα τα φέρετρα να μην τα κουβαλήσει κανείς, αλλά εγώ. Κάτι να θυμάμαι ως τελευταίο αντίο», κατέθεσε φανερά φορτισμένος ο Γιάννης Φιλιππόπουλος.

Ο πατέρας των διδύμων πρόσθεσε: «Η ζωή μας από τότε έγινε πολύ δύσκολη, πολύ πονεμένη. Την πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου, που γύριζα σπίτι και άνοιγαν τα χεράκια τους και φώναζαν “μπαμπά”, δεν θα την ξαναζήσω. Αυτή τη στιγμή δυστυχώς μου τη στέρησαν. Είμαστε μισοί ζωντανοί και μισοί πεθαμένοι… Ο βράχος είναι η σύζυγός μου, χάρη σε αυτή ζω…». Την ημέρα της πυρκαγιάς εκείνος εργαζόταν. Τα δυο κοριτσάκια ήταν με τους γονείς του και κατευθύνονταν στη Νέα Μάκρη. Όπως κατέθεσε η σύζυγός του Γεωργία Ξυραφάκη, η κουνιάδα της γύρω στις 18:40 είχε μιλήσει με την γιαγιά των κοριτσιών και της είχε πει ότι ήταν καθοδόν και ότι έβλεπαν καπνούς. Αυτή ήταν και η τελευταία επικοινωνία, έκτοτε τα κινητά τους τηλέφωνα έπαψαν να έχουν σήμα.

«Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα»

Οι γονείς των κοριτσιών άρχισαν να ανησυχούν και ξεκίνησαν να αναζητούν την τύχη των δικών τους ανθρώπων. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και από το λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και Κόκκινο Λιμανάκι. Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω “τι κάνετε εδώ; Φύγετε είναι επικίνδυνο». Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα».

«Ήξερα ότι οι γονείς μου θα πέθαιναν για να σώσουν τα παιδιά μου»

Η νύχτα πέρασε χωρίς να έχουν κάποιο νέο για τους δικούς τους ανθρώπους. Την επόμενη μέρα, όπως περιέγραψε ο Γιάννης Φιλιππόπουλος του είπαν από την Πυροσβεστική να ψάξει στους πεθαμένους, να πάει στο νεκροτομείο στου Γουδή να δώσει δείγμα DNA. «Πάμε εκεί. Τους είπα “ψάχνω τα δίδυμα και τους γονείς μου πες μου τις θέλεις να κάνουμε και να το κάνουμε”. Δώσαμε γενετικό υλικό. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς, έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα… Πήγαμε στο Σχιστό. Όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια. Έμοιαζαν καταπληκτικά. Μάλλον επειδή θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας πιστέψαμε ότι είναι αυτά. Επειδή ξέρω τους γονείς μου ήξερα ότι θα πέθαιναν για να σώσουν τα παιδιά μου. Μας έκανε εντύπωση να είναι με αγνώστους, υποθέσαμε πως θα είχανε πάθε σοκ. Πήγαμε στο λιμενικό για να δείξουμε πλάνο, αν έχει γίνει καταγραφή», συνέχισε να καταθέτει ο μάρτυρας.

«Με καλούσαν τηλέφωνο και μου έλεγαν ότι έχουν τα παιδιά μου»

Όπως είπε, μέσα στην αγωνία και τον πόνο που ένιωθε είχε να διαχειριστεί και κάποιους κακοήθεις που τον καλούσαν στο τηλέφωνο και απάνθρωπα έπαιζαν με το δράμα του: «Ξεκίνησε το λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα το τηλέφωνό μου. Με καλούσαν κάποιοι και μου έλεγαν “έλα, έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, τα βιάζουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και έβαζαν τα γέλια”». Προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του ο πατέρας των κοριτσιών μίλησε για τη στιγμή που κατάφερε να εντοπίσει το αυτοκίνητο του πατέρα του στο κτήμα Φράγκου.

«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την “υπέροχη” άμορφη μάζα… Η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω… Υποψιάστηκαν πως πρόκειται για την οικογένεια μου, αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA», είπε ο κ. Φιλιππόπουλος. Όπως κατέθεσε, οι γονείς του κάηκαν αγκαλιά με τα εγγονάκια τους, δεν τα εγκατέλειψαν. “Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει ότι είχε την ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Μου είπαν, “αν σε ανακουφίζει αυτό, τα κοριτσάκια σου λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκάλιασαν τα κορίτσια, έριξαν ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά”.

«Δεν μπορούσαν να ταυτοποιήσουν ποιοι παιδί είναι ποιο»

Η τραγωδία όμως συνεχίστηκε, όπως είπε ο μάρτυρας, καθώς από το νεκροτομείο δεν μπορούσαν να τους παραδώσουν τις σορούς των κοριτσιών, καθώς δεν μπορούσαν να ταυτοποιήσουν ποιο παιδί είναι ποιο. “Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε “δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και ποια η Βασιλική”. Τους λέω “κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν”. Ζήτησε η γυναίκα μου τα εκμαγεία των δοντιών τους, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσαμε τα κορίτσια…Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…”.

Η μητέρα περιγράφει την τραγωδία

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της μητέρας των διδύμων, Γεωργίας Ξυραφάκη. Περιέγραψε τις ώρες αγωνίας το μοιραίο απόγευμα, που δεν γνώριζε πού βρίσκονταν τα παιδιά της και τα πεθερικά της. “Κάποια στιγμή ο σύζυγός μου με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι είναι στο δρόμο, ότι έχει φωτιές δεξιά αριστερά και ότι δεν μπορεί να προχωρήσει, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω “σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα”. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαμε μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι ο σύζυγος δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα “θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ” είπε η μάρτυρας.

«Μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό»

Η χαροκαμένη μητέρα κατέθεσε πως βλέποντας το βίντεο με τα κοριτσάκια που έμοιαζαν με τα δικά τους, οι ελπίδες τους ξαναζωντάνεψαν. “Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό, αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο Δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε το τηλέφωνο του συζύγου. Ξεκίνησε άλλο ένα μαρτύριο. Μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν “τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή”, είπε η μάρτυρας.

«Από τη μητέρα μου έμεινε μόνο ένα καμένο βραχιόλι»

Στη συνέχεια μίλησε στο δικαστήριο για το πώς τελικά ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των αγαπημένων τους ανθρώπων: «Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με την πεθερά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε”, είπε με δάκρυα στα μάτια. Κλαίγοντας η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, έδειξε στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ό,τι είχε μείνει από τη μητέρα της.

Στην κατάθεσή της είπε ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της. “Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα, προς τη θάλασσα…Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή την τελευταία, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει. Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο”.

Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις