Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου έπεσε στη θάλασσα για να σωθεί από τις πύρινες γλώσσες που είχαν ζώσει στο Μάτι και γλίτωσε «σαν από θαύμα», όταν την περισυνέλλεξε ένα αλιευτικό σκάφος Αιγύπτιων ψαράδων. Στο δικαστήριο περιέγραψε τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε μέσα στο νερό: «Ήμουν μόνη μου. Κύματα 10-12 μποφόρ. Άρχισα να κολυμπάω σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, όλα ήταν μαύρα, μαύρα, ούτε το ρολόι δε μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη, απόλυτη σιωπή. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, δεν φαίνονταν ούτε οι φωτιές. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Ένας άνθρωπος μόνος του σε αυτή την κατάσταση», είπε στην κατάθεσή της.
Όπως είπε, αποφάσισε μαζί με άλλους γείτονες να φύγει από το σπίτι της, όταν άρχισαν να πέφτουν καύτρες. Βρέθηκε στην Αργυρά Ακτή. «Φτάνοντας στην Αργυρά Ακτή η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Σε μια παραλία που χωράει 50-70 άτομα, ήταν 700-800. Παρά πολύς κόσμος. Εκσφενδονίζονταν πυρακτωμένα σίδερα, τέντες, άρχισαν εκρήξεις. Με φώναζαν όλοι ”Σουμέλα, Σουμέλα, είδες τη μαμά μου, είδες τον αδερφό μου, την αδερφή μου;”. Γυρνάω πίσω, σκοτάδι μαύρο. Δεν ήταν κανείς. Ήμουν μόνη μου», κατέθεσε εμφανώς φορτισμένη. «Η θάλασσα ήταν η μεγάλη μου αγάπη, τώρα δε θέλω ούτε να τη βλέπω… Τότε στράφηκα στην Παναγία και είπα ”αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, αν θέλεις να με σώσεις, δείξε μου τα σημάδια σου”. Ούτε πέντε λεπτά δεν πέρασαν, άκουσα κι άλλους ανθρώπου. Περίμενα να ακούσω τα εναέρια, τις φωτοβολίδες του λιμενικού. Τα πλοία…», είπε.
«Νόμιζα ότι ήταν ξύλο, όμως ήταν πτώμα»
Η κ. Χατζηλαζαρίδου συνέχισε να περιγράφει τον αγώνα της να επιζήσει: «Βρήκα έξι ανθρώπους. Μέσα στη θάλασσα αντιμετωπίσαμε διαφορά πράγματα, τσούχτρες, εγώ είμαι αλλεργική και τους είπα αν με τσιμπήσουν αφήστε με γιατί είμαστε όλοι κουρασμένοι. Το ένα κορίτσι το έπιασε κρίση πανικού και είχε κοκκαλώσει και το έσωσα εγώ. Η Βάσια Μίχα ρωτούσε συνεχώς τη μαμά της ”θα πεθάνουμε κι εμείς”; Κάποια στιγμή ήρθε κάτι σαν ξύλο πάνω μου, λέω τι να είναι αυτό; Ήταν πτώμα… Αρχίσαμε να παθαίνουμε κράμπες, να κρυώνουμε. Λέγαμε, δεν μπορεί θα έρθουν να μας σώσουν. Δίπλα στην Αθήνα… Κανείς…».
Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν όταν άρχισε να βλέπει μακριά κάποια φώτα. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Όταν έβλεπε τα φώτα να πλησιάζουν κατάλαβε ότι επρόκειτο για σκάφος: «Κάποια στιγμή ο καπνός άρχισε να σηκώνεται πιο πάνω, αρχίσαμε να βλέπουμε φώτα, ήταν πολύ λίγα. Πήγαμε προς τα λίγο πιο μεγάλα φώτα. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν παρά πολύ μακριά αυτά τα φώτα. Όλη αυτή την ώρα που πάλευα με τα κύματα, οι παντόφλες ήταν στα πόδια μου και αυτά τα γυαλιά στα μάτια μου. Κάποια στιγμή είδαμε ένα καράβι, όχι καράβι του λιμενικού, ήταν ένα ψαροκάικο από την Εύβοια με Αιγύπτιους ψαράδες. Φτάσαμε στο καράβι μας ρίξαν σχοινιά. Εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Μια κυρία πήγε να ανεβεί την ώρα εκείνη έπαθε ανακοπή. Δε συνήλθε από ό,τι έμαθα. Έρχεται μια βάρκα φουσκωτή πορτοκαλί, λέω παιδιά το λιμενικό, δεν ήταν το λιμενικό. Κάτω ήταν μια κουβέρτα με έναν εγκαυματία. Την κοπέλα που έπαθε ανακοπή την έβαλαν σε μια άκρη. Δε μπορούσα να μιλήσω. Μου ‘χε κοπεί η φωνή.»
«Φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι τη σιωπή»
«Φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι τη σιωπή. Αν και πολλές φορές μπαίνω μόνη μου στη σιωπή, όταν είμαι ταραγμένη, δεν ακούω. Φοβάμαι τις μεγάλες ανηφόρες και κατηφόρες. Η γνωμάτευση είναι κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες. Στο Μάτι μετά τη φωτιά πήγαινα συνεχώς. Ήθελα να πηγαίνω συνεχώς. Μάζευα ρούχα στο σχολείο και τα μοίραζα. Άρα δεν ήταν οι δρόμοι, δεν ήταν τα σπίτια, ήταν ότι δεν ήρθε κανείς να μας σώσει. Τώρα σε αυτή την τραγωδία κανείς δεν ειδοποίησε κανέναν. Μια ντουντούκα. Όχι η αστυνομια, μια ντουντούκα. Εμείς φύγαμε γιατί ήμασταν σε εγρήγορση. Οι άλλοι κοιμόντουσαν. Εδώ 104 νεκροί κι αυτοί είχαν θέση ευθύνης αμείφτηκαν πλουσιοπάροχα πριν καν γίνει το ποινικό δικαστήριο», είπε ολοκληρώνοντας την κατάθεσή της.
«Ήταν σαν την καταστροφή της Σμύρνης»
Στο δικαστήριο κατέθεσε η Αναστασία – Χριστάννα Φράγκου, ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, όπου έχασαν τη ζωή τους 26 άνθρωποι. «Ήταν σαν την καταστροφή της Σμύρνης», είπε στους δικαστές περιγράφοντας τις δραματικές ώρες που η ίδια, η οικογένειά της και οι κάτοικοι του Ματιού προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τη φωτιά. Όπως κατέθεσε ο σύζυγός της ήταν εκείνος που άνοιξε μία δίοδο στο φράχτη του οικοπέδου, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να περάσει προς το γκρεμό και να πέσει στη θάλασσα για να σωθεί. «Ξαφνικά έγινε μια τεράστια έκρηξη πεύκης. Και λαμπάδιασε αμέσως. Συνταρακτικό. Σε δευτερόλεπτα αρχίζει καίγεται κόσμος. Φώναζαν όλοι ”βοήθεια”. Νέοι, γέροι, όλοι…»
«Δεν είμαστε καταπατητές ούτε αυθαίρετοι»
Η κ. Φράγκου είπε στο δικαστήριο ότι η ίδια και η οικογένειά της κατηγορήθηκαν άδικα ως καταπατητές και αυθαίρετοι. «Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη Υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκταση μας. Μας κατηγορήσαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια ούτε η οικογένεια μου. Το οικόπεδο μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα με την κλασική έννοια. Είναι σκαλεμένα σκαλοπάτια από τον παππού μου στους βράχους. Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν και 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα» κατέθεσε η μάρτυρας.
«Εμπόλεμη κατάσταση, μηδέν συντονισμός»
Στη δίκη κατέθεσε η πολυεγκαυματίας Δήμητρα Πολυμεροπούλου, η οποία χρειάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου κλείσουν οι πληγές από τις φλόγες. Βρισκόταν στο Μάτι μαζί με τον γιο και τα εγγόνια της. Είδαν σπίθες στον αέρα και πήραν μόνοι την απόφαση να φύγουν. «Δεν υπήρχε πυροσβεστική, τροχαία, μια καμπάνα, κάτι. Μια εμπόλεμη κατάσταση. Μηδέν συντονισμός. Τίποτα. Προλάβαμε στην αρχή της ιστορίας και γλιτώσαμε. Δεν είχαμε βοήθεια από κανέναν. Δεν ακουγόταν τίποτα», είπε στους δικαστές. Η μάρτυρας κατάφερε να γλιτώσει, αλλά τα εγκαύματα ήταν εκτεταμένα.
«Δεν ξεπερνιούνται αυτά»
Κλείνοντας την κατάθεσή της ζήτησε να δικαιωθεί η μνήμη των θυμάτων: «Δεν ξεπερνιούνται αυτά. Όταν γίνεται μια φωτιά ο μεγάλος μου εγγονός με ρωτά ”γιαγιά πέθανε κάνεις;”. Θα ήθελα μια ηθική δικαίωση σε αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν παιδιά, γονείς, εγγόνια. Είναι πάρα πολύ σκληρό. Συγγνώμη αν σας κούρασα. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε». Ο μάρτυρας, Αντώνιος Γιαννακοδήμος, είπε στην κατάθεση του πως εάν δεν είχαν δει τον καπνό εκείνος και η οικογένεια του θα είχαν καεί όλοι. Η οικογένεια του μάρτυρα μετρά μία απώλεια καθώς λόγω της πυρκαγιάς έχασε τον πατέρα του. «Ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες», τόνισε ο μάρτυρας, προσθέτοντας: «Σε γνωστό σταθμό έλεγαν στις 12 μάλλον έχουμε νεκρό. Μάλλον. Αυτό με έχει σημαδέψει». Η δίκη θα συνεχιστεί την ερχόμενη Δευτέρα.