Δίκη Μάτι - μαρτυρίες: «Η φωτιά ήταν μεγάλη. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα»
Συγκίνησε το ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου η μαρτυρία της Ιρλανδής Maria Zoe Holohan, η οποία είχε βρεθεί στο Μάτι με τον σύζυγό της Μπράιαν για το γαμήλιο ταξίδι τους. Ο άτυχος άνδρας έχασε τη ζωή του στη φωτιά στο Μάτι, ενώ η ίδια ακόμα αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα υγείας, λόγω τον εγκαυμάτων που υπέστη. Μάλιστα χρειάστηκε να κάνει τριάντα τρία χειρουργεία. Η μάρτυρας, ξεσπώντας συχνά σε κλάματα, περιέγραψε στο δικαστήριο πώς οι πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής της μετατράπηκαν στον πιο άγριο εφιάλτη μέσα σε λίγα λεπτά. Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, ήταν με τον άνδρα της σε μία βίλα στο Μάτι, την οποία είχαν νοικιάσει για το μήνα του μέλιτος. Ήταν μόλις τέσσερις ημέρες παντρεμένοι και χαίρονταν τον έρωτα τους. Κάποια στιγμή, ο Μπράιαν είδε φλόγες στον κήπο.
«Η φωτιά ήταν μεγάλη. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Έτρεξα στο δωμάτιο φόρεσα μια λευκή ρόμπα, πήρα τα διαβατήρια μας, τα πορτοφόλια μας και τις βέρες μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Είχαμε νοικιάσει αυτοκίνητο, είχε κοπεί το ρεύμα και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε την γκαραζόπορτα. Η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Με βοήθησε ο Μπράιαν να πηδήξω τα κάγκελα. Εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε φωτιά. Γύρισα στον Μπράιαν και του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι και οι δύο θα είμαστε καλά, γιατί ο Μπράιαν πάντα τα έκανε όλα καλά…», κατέθεσε η μάρτυρας και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Η τελευταία λέξη του Μπράιαν ήταν “γιατί”»
Συνέχισε να περιγράφει στο δικαστήριο τις αγωνιώδεις προσπάθειες να ξεφύγει μαζί με τον σύζυγό της από τις φλόγες. Έτρεχαν προς τη θάλασσα, χωρίς να μπορούν να δουν τους δρόμους λόγω των καπνών. Τα ρούχα και τα μαλλιά της είχαν πιάσει φωτιά, ο σύζυγος της προσπαθούσε να τη σβήσει με τα χέρια του. Κάποια στιγμή μαζί με κάποια παιδιά που βρήκαν στο δρόμο μπήκαν σε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο να σωθούν. Τα παιδάκια μπήκαν στην καμπίνα, ενώ εκείνη και ο σύζυγος της μπήκαν στο πορτμπαγκάζ. «Το αυτοκίνητο ανέβαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας έφταναν. Το χέρι μου είχε κολλήσει στο καπό, είχα πιάσει φωτιά. Και όλο το σώμα μου. Έπιασε η φωτιά και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά συγκρούστηκε σε ένα δέντρο και το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει, δεν μπορούσα να τον κρατήσω. Έπεσε από το αυτοκίνητο. Μέσα στη φωτιά… Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να τον φωνάξω, να ακούσει πόσο πολύ τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει. Εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει…», κατέθεσε συντετριμμένη η μάρτυρας και συνέχισε να περιγράφει τον εφιάλτη.
«Καθόμουν στο πορτμπαγκάζ κι αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου»
«Καθόμουν στο πορτμπαγκάζ κι αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτόν τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει… Καθόμουν και περίμενα τον θάνατο…», είπε συγκλονίζοντας το ακροατήριο. Στη συνέχεια περιέγραψε πώς διασώθηκε χάρη σε έναν πυροσβέστη, αλλά και τους φριχτούς πόνους που ένιωθε σε όλο της το σώμα. «Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν. Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν ρούχα. Δυστυχώς δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου κι άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε.
Έβγαινε και δέρμα μαζί με το ύφασμα. Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιαν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει κι αυτόν. Ένας άνθρωπος μου είπε ότι ήταν επικίνδυνο να γυρίζει κάποιος πίσω. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, κάποια στιγμή με κάλυψαν με σεντόνια και μου είπαν ότι θα με πάνε στο νοσοκομείο», είπε η μάρτυρας.
«Οι διασώστες γελούσαν»
Στη συνέχεια της κατάθεσής της η μάρτυρας κατήγγειλε πως μέσα στο ασθενοφόρο και ενώ κλαίγοντας ζητούσε να της δώσουν κάτι για τους αφόρητους πόνους, οι διασώστες γελούσαν! «Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δεν γνωρίζω γιατί γελούσαν και ένας που μιλούσε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντού όλοι φώναζαν και έκλαιγαν και μύριζε καμένο δέρμα. Ήταν κόλαση. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο…», είπε στο δικαστήριο.
Τελικά, με παρέμβαση της ιρλανδικής πρεσβείας, η μάρτυρας μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Εκεί έμαθε ότι βρέθηκε η σορός του συζύγου της. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά», είπε η μάρτυρας και σημείωσε ότι έκτοτε αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.