JOIDES Resolution Αιγαίο: Σκοπός της αποστολής
Μια μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα ωκεανογραφική αποστολή πραγματοποιείται αυτή την περίοδο, στο ηφαιστειακό σύμπλεγμα της Σαντορίνης, του Κολούμπου και των Χριστιανών. Για πρώτη φορά, ένα από τα μεγαλύτερα ερευνητικά σκάφη των ΗΠΑ, το εντυπωσιακό πλοίο-γεωτρύπανο “JOIDES Resolution”, μήκους 143 μέτρων, βρίσκεται στο Αιγαίο για την πραγματοποίηση της διεθνούς αποστολής υποθαλάσσιων ερευνητικών γεωτρήσεων “Hellenic Arc Volcanic Field-IODP Expedition 398”.
Το πρόγραμμα, στο οποίο συμπράττουν κορυφαίοι διεθνείς ερευνητικοί φορείς, χρηματοδοτείται από το Διεθνές Πρόγραμμα Εξερεύνησης των Ωκεανών (International Ocean Discovery Programme – IODP) που μελετά την εξέλιξη της Γης και την κλιματική αλλαγή. Η ωκεανογραφική αποστολή ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2022 και αναμένεται να ολοκληρωθεί στις 10 Φεβρουαρίου 2023 με την άφιξη του JOIDES Resolution στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σκοπός της αποστολής
Σκοπός της αποστολής είναι η πραγματοποίηση υποθαλάσσιων ερευνητικών γεωτρήσεων για την ανάκτηση εκατοντάδων μέτρων πυρήνα ιζήματος κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, προκειμένου να σχηματιστεί ένα πλήρες αρχείο της γεωλογικής ιστορίας του ενεργού ηφαιστειακού συμπλέγματος της Σαντορίνης τα τελευταία τρία εκατομμύρια χρόνια. Μετά το τέλος της αποστολής, οι επιστήμονες θα γνωρίζουν πόσες ηφαιστειακές εκρήξεις έχουν πραγματοποιηθεί και πότε στον χώρο της Σαντορίνης, καταρρίπτοντας παλαιότερες θεωρίες που στερούνταν αυτών των δεδομένων. Επιπρόσθετα, θα συλλεχθεί υλικό για την εξερεύνηση της μικροβιακής ζωής στο βαθύ υπόστρωμα στην καλδέρα της Σαντορίνης, για τον εντοπισμό μικροοργανισμών που παίζουν ρόλο κλειδί στον σχηματισμό σημαντικών γεωλογικών δομών, καθώς επίσης για να γίνει εκτίμηση των δυνατοτήτων τους σε βιοτεχνολογικές εφαρμογές.
Η Ελλάδα συμμετέχει στην αποστολή με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) και την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Δρα Παρασκευή Νομικού, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και την Δρα Όλγα Κουκουσιούρα, Εργαστηριακό-Διδακτικό Προσωπικό του Τμήματος Γεωλογίας, καθώς και με το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) και την Κύρια Ερευνήτρια στον Τομέα της Περιβαλλοντικής Μικροβιολογίας Δρα Παρασκευή Πολυμενάκου.
Το πλοίο έχει επανδρωθεί από 30 επιστήμονες
Το πλοίο έχει επανδρωθεί από περίπου 30 επιστήμονες από διάφορες χώρες, 25 άτομα τεχνικού προσωπικού και 62 μέλη πληρώματος. Οι κύριοι επιστήμονες είναι ο Καθηγητής T.H. Druitt (Γαλλία) και ο Δρ S. Kutterolf (Γερμανία). Το κόστος της ωκεανογραφικής αποστολής είναι περίπου 25 εκατομμύρια δολάρια και αποτελεί την σημαντικότερη μέχρι σήμερα ερευνητική επένδυση στη θαλάσσια έρευνα στην Ελλάδα.
Το επιστημονικό σκέλος συμπληρώνεται με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιας προβολής, προσφέροντας ευκαιρίες σε νέους επιστήμονες και φοιτητές να εκπαιδευτούν και να συμμετάσχουν σε έρευνες σε διεθνές επίπεδο, καθώς επίσης στο κοινό και στα σχολεία να μάθουν για τα επιστημονικά ευρήματα σε πραγματικό χρόνο μέσω των κοινωνικών δικτύων, των ζωντανών συνδέσεων και των διαδικτυακών σεμιναρίων. Έχουν γίνει δεκάδες διαδικτυακές εκπαιδευτικές ξεναγήσεις στα εργαστήρια και στους χώρφους του πλοίου από ελληνικά σχολεία υπό την καθοδήγηση της κας Νομικού. Οι μαθητές/τριες παρακολουθούν πώς πραγματοποιείται μια γεώτρηση, ποια μηχανήματα χρησιμοποιούν στο πλοίο οι επιστήμονες, πώς λειτουργεί το πλοίο-γεωτρύπανο και γιατί είναι απαραίτητες οι θαλάσσιες γεωτρήσεις.
Η σημασία του ECORD για την Ελλάδα
Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Νομικού, “για να έχουμε όμως τη δυνατότητα να συμμετέχουν Έλληνες επιστήμονες σε τέτοιες σημαντικές αποστολές, θα πρέπει η Ελλάδα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Συνεργασία για Θαλάσσιες Ερευνητικές Γεωτρήσεις (European Consortium for Ocean Research Drilling-ECORD)”. Πρόκειται για μία διαχειριστική δομή 15 κρατών μελών (14 ευρωπαϊκές χώρες και του Καναδά) στον τομέα της υποθαλάσσιας εξερεύνησης της Γης, που ιδρύθηκε το 2003 σαν τμήμα του Διεθνούς Προγράμματος Εξερεύνησης των Ωκεανών (IODP).
“Οι Ελληνίδες επιστήμονες που συμμετέχουμε στην αποστολή και έχοντας ζήσει την εμπειρία της εξερεύνησης του πιο ενεργού υποθαλάσσιου χώρου της Ελλάδας, ζητούμε από την ελληνική κυβέρνηση να συμβάλει στην ένταξη της Ελλάδας στο ECORD”, αναφέρει η κα Πολυμενάκου. Τονίζει ότι “η ένταξη της Ελλάδας στο ECORD αποτελεί αίτημα σύσσωμης της ελληνικής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας στο πεδίο της θάλασσας, και θα έχει θεμελιώδη οφέλη”.
Σύμφωνα με την κα Νομικού, “ενώ οι επιστημονικές δραστηριότητες του ECORD βρίσκονται στην αιχμή των προσπαθειών για την προστασία των ωκεανών και των θαλασσών, υποστηρίζονται ομόφωνα από τα κράτη μέλη της ΕΕ και αποτυπώνονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ, η Ελλάδα έχει πάψει να αποτελεί μέλος του ECORD από το 1996 μέχρι σήμερα. Σαν αποτέλεσμα, η χώρα μας στερείται τα οφέλη της ένταξης που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι επιστήμονες των χωρών-μελών του ECORD”.
Τα οφέλη
Στα οφέλη της Ελλάδας από την ένταξη στο ECORD, σύμφωνα με τις Ελληνίδες ερευνήτριες, συμπεριλαμβάνονται οι δυνατότητες νέων ερευνητικών υποθαλάσσιων ερευνών, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, η εκπαίδευση νέων επιστημόνων, ο κοινός προγραμματισμός με άλλες χώρες και η μείωση του κόστους των ερευνητικών δραστηριοτήτων, η μεταφορά της έρευνας σε εφαρμογές των αποτελεσμάτων, η κατάθεση ερευνητικών προτάσεων στο Πρόγραμμα MagellanPlus των IODP και ECORD, η συμμετοχή στις ερευνητικές αποστολές του IODP, η πλήρης πρόσβαση στα δεδομένα των ωκεάνιων γεωτρήσεων των τελευταίων 50 ετών, η συμμετοχή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ECORD που περιλαμβάνει θερινά σχολεία, υποτροφίες, επιχορηγήσεις και διαλέξεις διακεκριμένων επιστημόνων, καθώς και η συμμετοχή στις επιτροπές του IODP.
Τα οφέλη περιλαμβάνουν ακόμη τη βασική γνώση του υποθαλάσσιου ελλαδικού χώρου και της παλαιογεωγραφικής του εξέλιξης, την εφαρμοσμένη έρευνα με θετικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, την οικονομική ανάπτυξη της χώρας βάσει κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών, ενεργειακών πόρων και πηγών καινοτόμων γονιδίων με βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές εφαρμογές, τη συμβολή στην ανάπτυξη της εθνικής περιβαλλοντικής πολιτικής και στα ζητήματα κλιματικής αλλαγής, την κατανόηση και αντιμετώπιση των θαλάσσιων γεω-κινδύνων, την εθνική εξωτερική πολιτική και τη ναυτιλία (π.χ. έρευνα ναυτικών ατυχημάτων)