Στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Δοξαρά Λάρισας, σύμφωνα με μαρτυρίες και όσα γράφτηκαν τότε στον Τύπο, οι δύο μηχανοδηγοί είχαν απορροφηθεί ακούγοντας τη ραδιοφωνική περιγραφή του ποδοσφαιρικού αγώνα Πανιωνίου – Ολυμπιακού και δεν αντιλήφθηκαν το προειδοποιητικό σήμα. Ένας βοσκός μάλιστα που από ψηλά έβλεπε τη διαγραφόμενη μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων άρχισε να κουνά την κάπα του, αλλά ο οδηγός της Α323 αμαξοστοιχίας νόμισε ότι ο βοσκός τον χαιρετά και του κόρναρε. Λίγες στιγμές αργότερα έγινε το μοιραίο. H χούντα τότε θορυβημένη από το δεύτερο αυτό πολύνεκρο δυστύχημα πήρε την απόφαση να εκσυγχρονίσει το δίκτυο επικοινωνιών των τρένων, εξοπλίζοντας τα τρένα με ραδιοασύρματους.
Το τραγικό δυστύχημα στον Δοξαρά Λάρισας έγινε στις 16 Ιανουαρίου 1972. Από τη μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων, μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών του Δοξαρά Λάρισας και των Ορφανών Καρδίτσας, 19 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν. Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 9:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη συμπρωτεύουσα. Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Τελικός προορισμός, η Αθήνα
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν από λίγο είχε φτάσει με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα. Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου, δίνει εντολή αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν «πόστα». Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής κατασκευής, δύο επίκουρες κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα.
Οι συνεννοήσεις, δεν είχαν αποτέλεσμα
Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το «Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς είχε προτεραιότητα, ενώ και ο σταθμάρχης Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα» από τα Ορφανά! Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο βοηθός μηχανοδηγός της 121 αμαξοστοιχίας, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά, απ’ όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιωνίου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν εκείνη τη μέρα και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι.
Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα 100 km/h και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του «Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο, μέσα στο χιονόνερο, 19 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν. Εναντίον των δύο σταθμαρχών και του ρυθμιστή κίνησης ασκήθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονίες από αμέλεια και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και στη δίκη σε πρώτο βαθμό, που έγινε τον Νοέμβριο του 1972 στην Καρδίτσα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 3 έως 5 έτη. Οι ποινές δεν είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο του 1973 στο εφετείο στη Λάρισα, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών ο σταθμάρχης των Ορφανών Νικόλαος Γκέκας ενώ οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.