Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης ανέφερε στη Βουλή, ότι "δεν θα έχουμε μαζικές απώλειες πρώτης κατοικίας και μαζικούς πλειστηριασμούς".
“Τα κόκκινα δάνεια, σήμερα, έχουν μπει σε μια διαδικασία ρύθμισης και επανέρχεται η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα σε μια φυσιολογική λειτουργία. Και αυτό επιτεύχθηκε χωρίς να έχουμε μαζικές εξώσεις και μαζική απώλεια κατοικιών” τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, απαντώντας στην επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλη Κόκκαλη, σχετικά με την προστασία της πρώτης κατοικίας. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, είπε, πως η πρόβλεψή του είναι ότι “δεν θα έχουμε μαζικές απώλειες πρώτης κατοικίας και μαζικούς πλειστηριασμούς. Οι εμπλεκόμενοι θα μπορέσουν με τα “εργαλεία” που έχουμε δημιουργήσει, να ρυθμίσουν στην πλειονότητά τους τα δάνειά τους”. Αναγνώρισε πως “προφανώς θα υπάρχει και ένα κομμάτι πλειστηριασμών που θα γίνουν, αλλά θα είναι στο βαθμό εκείνο που υπήρχε και στα χρόνια προ κρίσης. Όσο αναπτύσσεται η οικονομία αυτό το κομμάτι θα περιοριστεί”.
Ανέφερε ότι έχουμε πάνω από 100.000 δάνεια που από “κόκκινα” έχουν ξαναγίνει “πράσινα” μέσα από τις ρυθμίσεις – συμφωνίες που έχουν γίνει μεταξύ οφειλετών και funds, χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό ή στις διαδικασίες του πτωχευτικού δικαίου”. Και αυτό “είναι μια θετική εξέλιξη” και “με αυτή την έννοια επιλύουμε αυτό το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε από την κρίση”.
“Ένα φυσικό πρόσωπο, όταν πτώχευε, παρέμενε δέσμιο στα συσσωρευμένα του χρέη”
Ο κ. Σκυλακάκης, ανέφερε πως “η προστασία της πρώτης κατοικίας είναι ένα τμήμα της συνολικής πτωχευτικής διαδικασίας. Η Ελλάδα, δυστυχώς, έως το 2020 δεν είχε μια πραγματική, πτωχευτική διαδικασία για τα φυσικά πρόσωπα. Ένα φυσικό πρόσωπο, όταν πτώχευε δεν είχε τρόπο να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του και παρέμενε δέσμιο στα συσσωρευμένα του χρέη. Με το νέο Πτωχευτικό Δίκαιο, που έφερε αυτή η κυβέρνηση, τέθηκε ένα πλαίσιο, με το οποίο μπορούν τα φυσικά πρόσωπα να απαλλαγούν, οριστικά, από το χρέος τους και παράλληλα έθεσε ένα πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα βρεθούν έξω από το σπίτι τους, ενώ παράλληλα θα έχουν πολύ χρόνο, προκειμένου να μπορέσουν να το ανακτήσουν, εφόσον πληρωθεί ένα μέρος τουλάχιστον της οφειλής τους”.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αναγνώρισε ότι “δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πρόβλημα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ειδικά για τα μη ευάλωτα νοικοκυριά που έχουν και πρόσθετη περιουσία”. Ο κ. Σκυλακάκης, επίσης, σημείωσε πως με πρόσφατη τροπολογία έχουν πιεστεί τα funds να προχωρήσουν πιο γρήγορα σε ρυθμίσεις κόκκινων δανείων.
“Ενδιαφέρεται για το πώς θα πτωχεύσουν με τραπεζικούς όρους”
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Βασίλης Κόκκαλης, από τη δική του πλευρά, υποστήριξε ότι σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα προστασίας της πρώτης κατοικίας. Καταλόγισε στην κυβέρνηση ότι “ενδιαφέρεται όχι για την προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων, αλλά για το πώς θα πτωχεύσουν με τραπεζικούς όρους”. Ανέφερε πως μόνο 48 πολίτες έχουν κριθεί ως ευάλωτοι και αξιοποιούν ως “νοικάρηδες” τα σπίτια τους με τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού. Υποστήριξε ότι στον εξωδικαστικό μηχανισμό από τις 60.000 αιτούντων έχουν ενταχθεί έως τις 20 Φεβρουαρίου περίπου 3.500, χωρίς να έχει γίνει γνωστό και σε τί ποσοστό διαγράφηκαν τα χρέη τους. Ο βουλευτής τόνισε πως θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον πολίτη που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις να σώσει την πρώτη του κατοικία. Υπογράμμισε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η ιδιοκατοίκηση στην χώρα μας από το 2019 έως και τέλη του 2021 μειώθηκε σχεδόν 2%.
“Η νομοθετική αναβίωση της εγγύησης του δημοσίου στα στεγαστικά δάνεια των παλιννοστούντων έχει επέλθει, εδώ και μερικές εβδομάδες” ανάφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρου Μεϊκόπουλου.
“Η εγγύηση του ελληνικού δημοσίου δεν είχε δοθεί νόμιμα”
Ο κ. Σκυλακάκης εξήγησε ότι “πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι μεν τράπεζες έχουν κάθε συμφέρον και υποχρέωση να αξιοποιήσουν το εργαλείο της εγγύησης και να ζητήσουν την κατάπτωσή του, εφόσον οι δανειολήπτες δεν μπορούν να ρυθμίσουν, με κάποιο τρόπο, με τις τράπεζες την οφειλή”. Στη συνέχεια, “μετά την κατάπτωση της εγγύησης, έχουμε ψηφίσει από το 2019, τη δυνατότητα οι δανειολήπτες να ρυθμίζουν το υπόλοιπο της οφειλής με το πλαίσιο των 120 δόσεων, που ισχύει από την ημέρα που θα τους βεβαιωθεί αυτή η υποχρέωση στις ΔΟΥ. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουν μια δεκαετία, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους και επιτόκιο να ρυθμίσουν το υπόλοιπο της οφειλής τους, που κατά κύριο λόγο αφορά στο κεφάλαιο”.
Τόνισε ότι η διαδικασία αυτή είναι πολύ πιο ευνοϊκή από το να υπαχθούν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών επισήμανε πως “το βασικό πρόβλημα που υπήρχε με αυτά τα δάνεια ήταν ότι απεδείχθη πως για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η εγγύηση του ελληνικού δημοσίου που θεωρούσαν οι παλιννοστούντες ότι τους είχε δοθεί, δεν είχε δοθεί νόμιμα”. Με το νόμο που φέραμε “αναβιώσαμε τις εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου σε όλα αυτά τα δάνεια που είχαν συνομολογηθεί. Και προβλέφθηκε η επανεξέταση της κατάπτωσής τους”.
Δάνεια μικρές επιχειρήσεις
O βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος ανέφερε ότι οι παλιννοστούντες ομογενείς που έχουν δάνεια βρίσκονται καθημερινά σε μια ασφυκτική πίεση από τράπεζες και funds, που τους ζητούν να εξοφλήσουν εφάπαξ το ποσό των στεγαστικών δανείων που έλαβαν κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα. Πρόκειται, είπε, για στεγαστικά δάνεια ύψους 60.000 ευρώ που χορηγήθηκαν από το 1990 έως το 2004 με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Ήταν δάνεια με κοινωνικά και δημογραφικά κριτήρια και όχι τόσο με τραπεζικά κριτήρια.
Στην διάρκεια της κρίσης, πολλά από αυτά τα δάνεια σταμάτησαν να εξυπηρετούνται. Η κυβέρνηση, εν μέσω της πανδημίας με απόφαση του υπουργείου Οικονομικών έδωσε το “πράσινο φως” στα πιστωτικά ιδρύματα να αυξήσουν τις πιέσεις τους προς τους δανειολήπτες αυτούς, απειλώντας ότι θα μεταβιβάσουν τις οφειλές τους στις ΔΟΥ ή ότι θα λάβουν μέτρα αναγκαστικής είσπραξης ή κατάσχεσης. Σήμερα, τόνισε “χιλιάδες παλιννοστούντες αγωνιούν ότι θα χάσουν το σπίτι τους”.