Θετική είναι η αντίδραση των εργοδοτικών οργανώσεων όσον αφορά το νέο κατώτατο μισθό ύψους 780 ευρώ. Ωστόσο, εκφράζουν τις ενστάσεις τους καθώς η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε μείωση εισφορών και δεν ανακοίνωσε αντισταθμιστικά μέτρα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων.
Τι είπαν στο Πρώτο Θέμα οι εργοδότες:
Γιώργος Καββαθάς – Πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ
«Εμείς είχαμε προτείνει αύξηση 8%-10%, επομένως το ύψος που ανακοινώθηκε είναι εντός του πλαισίου των προτάσεων μας. Ωστόσο ο νέος μισθός δε συνοδεύτηκε από αντισταθμιστικά μέτρα, όπως η περαιτέρω μείωση των εισφορών κατά 0,60 ποσοστιαίες μονάδες και η ολοκληρωτική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν δυσκολίες να ανταποκριθούν δε νομίζω ότι θα καταφύγουν στη μαύρη εργασία καθώς η πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα απασχολεί έως 1-2 έως 10 άτομα. Η αδήλωτη εργασία κάνει την εμφάνισή της στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια. Όλα όμως θα εξαρτηθούν από την πορεία της οικονομίας.»
Γιώργος Καρανίκας – Πρόεδρος ΕΣΕΕ
«Ειμαστε υπέρ της γενναιόδωρης αύξησης του κατώτατου μισθού καθώς το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών επιστρέφει στην κατανάλωση. Η αύξηση έπρεπε να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων».
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού- προσθέτει ο κ. Καρανίκας- αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της κυβέρνησης να βρει τη “χρυσή τομή” ώστε οι νέες κατώτατες αποδοχές να “ισορροπούν” ανάμεσα στις αυξημένες λόγω πληθωρισμού ανάγκες των εργαζομένων και στις πιέσεις που συνεπάγεται η αύξησή του για τις επιχειρήσεις. Συντασσόμαστε με κάθε απόφαση που υπηρετεί την κοινωνική συνοχή και τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας χωρίς να εξαντλεί βεβαίως τις αντοχές του επιχειρηματικού κόσμου και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Με την ευκαιρία αυτή όμως υπογραμμίζουμε εκ νέου την ανάγκη να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού οι οποίοι είναι οι “καθ’ ύλην” αρμόδιοι, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Επίσης, διεκδικούμε την – επιτέλους – άμεση κατάργηση του μνημονιακού κεφαλικού φόρου που είναι το τέλος επιτηδεύματος, ως ένα απαραίτητο “αντισταθμιστικό μέτρο”, για την επιβάρυνση που θα υποστούν κυρίως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που στον κλάδο του εμπορίου αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα των ΜμΕ.»
Χρήστος Ιωάννου – Διευθυντής απασχόλησης ΣΕΒ
«Αν η οικονομία πάει καλά, οι επιχειρήσεις θα ανταποκριθούν στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Όμως οι εκτιμήσεις δείχνουν επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης καθώς και αναταράξεις σε διεθνές επίπεδο που προέρχονται τόσο από την κατάσταση στην Ουκρανία, το πετρέλαιο και τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα. Αυτά μας ανησυχούν.
Το υπουργείο πρέπει να δράσει στοχευμένα για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας η οποία εμφανίζεται περισσότερο στην εστίαση, το λιανεμπόριο, τα μικρά καταλύματα και στον κλάδο των σεκιούριτι.»
Αντίθετα η ΓΣΕΕ εκφράζει τις ενστάσεις της για το νέο κατώτατο μισθό ο οποίος όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή της βρίσκεται μακριά από τις απαιτήσεις των πιο φτωχών εργαζομένων και δεν τους επιτρέπει να καλύπτουν βασικές ανάγκες διαβίωσης. Η θέση της Συνομοσπονδίας είναι σαφής και τεκμηριωμένη. Η ΓΣΕΕ έχει αναλύσει με επιχειρήματα την αναγκαιότητα ο κατώτατος μισθός να βρίσκεται στο 60% του διάμεσου μισθού συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό, δηλαδή στα 826 ευρώ.
Ο θεσμός του κατώτατου μισθού είναι καθοριστικός για τη δημιουργία προϋποθέσεων μετάβασης σε μια πιο ανθεκτική, βιώσιμη και δίκαιη οικονομία και κοινωνία. Για τη Συνομοσπονδία λοιπόν είναι επιτακτική ανάγκη, η θεσμική επαναφορά της διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού μετά από διαπραγμάτευση με τους κοινωνικούς εταίρους μέσω δηλαδή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.