Το ροδάκινο αποτελεί το ιδανικό καλοκαιρινό σνακ. Έχει μόλις 37 θερμίδες ανά τεμάχιο, δεν έχει κορεσμένα λιπαρά, χοληστερόλη και νάτριο. Eίναι πολύ γευστικό και μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές ελαφριές συνταγές στο πλαίσιο μιας υγιεινής ή ολιγοθερμιδικής διατροφής.
Βιταμίνες
Το βασικό πλεονέκτημα του ροδάκινου είναι η υψηλή περιεκτικότητά του σε βιταμίνες. Συγκεκριμένα περιέχει βιταμίνες A, C, E, K και έξι από τις βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Η βιταμίνη Α και η βήτα καροτίνη βοηθούν την όραση, ενώ η βιταμίνη C ενισχύει το ανοσοποιητικό. Η βιταμίνη Ε έχει επίσης αντιοξειδωτική δράση, ενώ η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη για την πήξη του αίματος. Τα ροδάκινα περιέχουν επίσης θειαμίνη, ριβοφλαβίνη, βιταμίνη Β6, νιασίνη, φολικό οξύ και παντοθενικό οξύ, πολύτιμα θρεπτικά συστατικά για τα κύτταρα και τα νεύρα.
Φυτικές ίνες
Οι γυναίκες πρέπει να προσλαμβάνουν καθημερινά 25 γραμμάρια φυτικών ινών και οι άνδρες 38. Ένα ροδάκινο περιέχει τρία γραμμάρια φυτικών ινών. Οι φυτικές ίνες είναι απαραίτητες για την πέψη, προλαμβάνουν τη δυσκοιλιότητα και το φούσκωμα και συμβάλλουν στην υγεία του παχέος εντέρου. Ρυθμίζουν επίσης τα επίπεδα χοληστερόλης, συμβάλλοντας στη μείωση του κινδύνου καρδιακών παθήσεων.
Κάλιο
Οι τοξίνες που υπάρχουν σε πολλές τροφές, τις οποίες αναπόφευκτα καταναλώνουμε, βλάπτουν τα νεφρά. Τα ροδάκινα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε κάλιο, το οποίο απομακρύνει τον κίνδυνο ασθενειών των νεφρών αλλά και τον κίνδυνο δημιουργίας ελκών. Περιέχουν επίσης μαγνήσιο, φώσφορο, ψευδάργυρο, χαλκό, μαγγάνιο, σίδηρο και ασβέστιο, στοιχεία που προστατεύουν και υποστηρίζουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, το νευρικό σύστημα και τα οστά.
Βιοενεργές ενώσεις
Οι ενώσεις που περιέχονται στους καρπούς των πυρηνόκαρπων δένδρων (ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, βυσσινιά, αμυγδαλιά, δαμασκηνιά) αποτελούν «όπλο» κατά του μεταβολικού συνδρόμου, το οποίο λόγω της παχυσαρκίας και των αυξημένων επιπέδων φλεγμονής, συνδέεται με σοβαρά προβλήματα υγείας. Οι φαινολικές ενώσεις που περιέχονται σε αυτά τα φρούτα δρουν κατά της παχυσαρκίας, της φλεγμονής, του διαβήτη σε διαφορετικές κυτταρικές σειρές, συμβάλλοντας στη μείωση της οξείδωσης της κακής LDL χοληστερόλης που σχετίζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις.