Πασκάλ Μπρυκνέρ για τις ταραχές στη Γαλλία: «Ο τραγικός θάνατος του νεαρού Ναχέλ είναι το πρόσχημα»
Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ, εξηγεί σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Figaro, ότι η έκρηξη της βίας δεν δικαιολογείται, παρά τη συγκίνηση που προκάλεσε η δολοφονία ενός 17χρονου από αστυνομικό. Οι βίαιες ταραχές, όπως εξηγεί, αποκαλύπτουν μια γενικευμένη απόρριψη του γαλλικού κράτους και των θεσμών, η οποία τροφοδοτείται, εν μέρει, από μια συγκεκριμένη Αριστερά.
Διαβάστε τη συνέντευξή του στη Le Figaro και στον δημοσιογράφο Alexandre Devecchio:
Le Figaro: Η θεμιτή συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του νεαρού Nahel κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου δικαιολογεί τη βία όχι μόνο κατά της αστυνομίας αλλά και εναντίον των πυροσβεστών καθώς και τα καμένα αυτοκίνητα και σχολεία ;
Pascal Bruckner: Η υπέρβαση των νομίμων ορίων βίας (bavure policière) στην οποία υπέπεσε ο αστυνομικός την Τρίτη είναι απλώς ένα πρόσχημα που πυροδότησε ένα παβλοφικό ανακλαστικό. Είναι μια τέλεια συντονισμένη δραματουργία όπου οι ταραχοποιοί απαντούν σε ένα σενάριο γραμμένο ήδη από το 2005 τουλάχιστον. Η βία είναι μόνιμη στα προάστια, αποτελεί μέρος του soundtrack της καθημερινότητας, αλλά, με αφορμή αυτό το δράμα, θα μπορέσει να ξεδιπλωθεί με μεγάλη φανφάρα. Οι καλοκαιρινές διακοπές ξεκινούν για τους μικρούς στασιαστές με νύχτες που υπόσχονται να είναι καυτές. Να σημειωθεί ότι όλες οι ζωές δεν είναι ίσες : ο θάνατος ενός αστυνομικού ή το κάψιμο του από βόμβα μολότοφ δεν προκαλεί ποτέ καμία συγκίνηση, παρά μόνο το χειροκρότημα σε κάποιους που κραυγάζουν «κοιτάξτε τι ωραία που ψήνονται τα κοτόπουλα».
“Ο πραγματικός εφιάλτης”
Όπως πάντα σε αυτού του είδους τις αναζωπυρώσεις, οι ανησυχίες για την διακίνηση ναρκωτικών αναμειγνύονται με την απόρριψη του γαλλικού κράτους σε όλα του τα επίπεδα και έναν μηδενιστικό ίλιγγο που συνίσταται στην καταστροφή του οτιδήποτε προορίζεται να βελτιώνει τη ζωή όλων μας. Αυτός ο βανδαλισμός, δυστυχώς, δεν αφορά μόνο τα προάστια, τα ίδια έγιναν και στις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων» το 2019, το 2022 και το 2023, στις συντάξεις με τους antifas και άλλους ταραχοποιούς.
Ο πραγματικός εφιάλτης σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η συμμαχία των ακροαριστερών οικολόγων Les Soulèvements de la Terre και των ταραξιών των προαστίων, των αντικονφορμιστών παιδιών καλών οικογενειών (bourgeois bohèmes) και των νεοπρολετάριων που θέλουν να ζήσουν μια ως συνήθως αδύνατη να φτάσει στους στόχους της επανάσταση. Οι τέσσερις μήνες χάους και υστερίας από τους οποίους μόλις βγήκαμε άφησαν το στίγμα τους: η βία είναι μια πυρκαγιά που εξαπλώνεται με εκπληκτικό μιμητισμό. Όσο περισσότερο γίνεται ανεκτή, τόσο περισσότερο γίνεται η μόνη γλώσσα αντιπαράθεσης. Πρώτα χτυπάμε και μετά συζητάμε.
Le Figaro: Είναι αυτή η βία το σύμπτωμα ενός κατακερματισμού; Έχει επιδεινωθεί η κατάσταση από το 2005;
Pascal Bruckner: Το 2005 οι ταραξίες, παιδιά της τηλεόρασης και του σούπερ μάρκετ, ζητούσαν, όπως είπε τότε ένας από αυτούς, «λεφτά και γκόμενες». Δεν ήθελαν την προλεταριακή επανάσταση ούτε την εξάλειψη της φτώχειας, αλλά να επωφεληθούν από το όνειρο της αγοράς. Γεννημένοι Γάλλοι πολίτες, χωρίς να νοιώθουν Γάλλοι, ένιωθαν ότι το χρώμα του δέρματός τους και η κοινωνικής τους καταγωγή δεν τους αφήνουν να γίνουν «κανονικοί Γάλλοι». Όπως και σήμερα, δεν είχαν κανένα σχέδιο, εκτός από το να ξεράσουν το μίσος τους για την αστυνομία, έκαψαν παιδικούς σταθμούς, σούπερ μάρκετ, σχολεία, κέντρα κοινωνικής ασφάλισης, βιβλιοθήκες σε μια αυτοκτονική προσέγγιση που τους αποκόβει ακόμη περισσότερο από το υπόλοιπο έθνος.
Η εξέγερσή τους που μεταδίδεται σε όλα τα δίκτυα είναι πάντα μια μορφή αρνητικής κοινωνικής ενσωμάτωσης, μια μυητική τελετουργία, όπου ο αγώνας ενάντια στην αστυνομία αντικαθιστά μια αδύνατη εφηβική εξέγερση ενάντια σε έναν απόντα ή ανύπαρκτο πατέρα. Η Γαλλία τους αγνοεί ή τους περιφρονεί και η οργή τους μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κραυγή απογοητευμένης αγάπης, ένας τρόπος να πούνε: είμαστε εδώ, υπάρχουμε. Τα προάστια δεν είναι ένα ξένο σώμα της Γαλλικής Δημοκρατίας αλλά ο μεγεθυντικός καθρέφτης των γαλλικών παθών, ένα απόθεμα ταλέντων και ενέργειας αλλά και δυνητικής βαρβαρότητας -ρατσισμός, αντισημιτισμός, ομοφοβία- ένας υποδοχέας των χειρότερων ενστίκτων της πλέμπας.
Le Figaro: Μήπως ο λόγος κατά της αστυνομίας που κατηγορεί μόνιμα το κράτος για συστημικό ρατσισμό και προέρχεται από την άκρα αριστερά τροφοδότησε αυτήν την έκφραση μίσους ;
Pascal Bruckner: Αυτό που άλλαξε τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι η εμφάνιση μίας θορυβώδους ακροαριστεράς, φιλικής προς τους ακραίους ισλαμιστές, λυσσωδώς αντισιωνιστικής, δηλαδή αντιεβραικής, η οποία ονειρεύεται, ελλείψει «επαναστατικής ωρίμανσης των συνθηκών» να προκαλεί διαρκείς εξεγέρσεις. Αφού η «Ανυπότακτη Γαλλία» ( France insoumise) του Μελανσόν και οι οικολόγοι αποτυγχάνουν να κυβερνήσουν τη Γαλλία, ας την καταστήσουν τουλάχιστον ακυβέρνητη.
Από τότε που προβλήθηκε στο σινεμά «Το Μίσος» του Mathieu Kassovitz, το 1995, διαπιστώνουμε διαρκώς πόσο γοητεύει τα μήντια, τη showbiz και τους αριστερούς διανοούμενους η βία των προαστίων . Αυτό το λουμπεν προλεταριάτο που περιστρέφεται γύρω από το οργανωμένο έγκλημα σαγηνεύει με την αγριότητά του κοινωνιολόγους, ηθοποιούς, κινηματογραφιστές και δημοσιογράφους. Η βία, για αυτούς όπως και για τον Μαρξ, είναι η μεγάλη μαία της ιστορίας. Όλα τα προσχήματα είναι καλά για να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα των εξεγερμένων και κυρίως το άλλοθι του «συστημικού ρατσισμού». Το δε γαλλικό κράτος είναι ως γνωστόν με φυσικό και συνταγματικό τρόπο αντιρατσιστικό.
Η ιερή οργή αρχίζει και παίρνει παράξενη μορφή ωστόσο όταν όλοι αυτοί οι εξιταρισμένοι φορώντας μάσκες ή κουκούλες, όπως τα μέλη της Ιεράς Εξέτασης, πυρπολούν λεωφορεία και μετρό, χτυπούν τους πιο αδύναμους, γυναίκες ή παιδιά, πυροβολούν με αληθινές σφαίρες πυροσβέστες ή αστυνομικούς και δεν δείχνουν καμία τύψη όντας τυλιγμένοι με τον αγγελικό μανδύα της κοινωνικής εξέγερσης. Για τους πιο εξαγριωμένους από αυτούς, οι τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 και του 2016, έχουν κάνει τις δολοφονίες ένα απλό παιχνίδι. Το παράδοξο αυτών των λαϊκών εξεγέρσεων : χειροτερεύουν την ζωή των απλών ανθρώπων στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι γίνονται. Φαίνεται ότι, σε αντίθεση με το 2005, η κοινή γνώμη δεν δείχνει καμία συμπάθεια για τους τραμπούκους και τους εμπρηστές, ακόμα κι αν όλοι είναι συγκλονισμένοι από την ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Le Figaro: Ο Μελανσόν έγραψε στα κοινωνικά δίκτυα: «Οι σκύλοι του καθεστώτος καλούν για ηρεμία. Εμείς καλούμε για δικαιοσύνη». Πρέπει αυτό να θεωρηθεί ως έκκληση για βία; Είναι αυτό μέρος μιας πραγματικής στρατηγικής χάους ; Μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν να το εκμεταλλευτεί πολιτικά ;
Pascal Bruckner: Μου φαίνεται πολύ λίγο πιθανό να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά τα γεγονότα, γιατί οι κραυγές και τα στριγγλίσματά τους απλώς ανατριχιάζουν την πλειοψηφία των Γάλλων. Αυτό που μπορεί να καταφέρει ο Μελανσόν είναι να δώσει ακόμα περισσότερο ώθηση στο κόμμα της Μαρίν Λεπέν του οποίου νομιμοποιεί ακόμα περισσότερο την φυσική του προτίμηση στην τάξη και την καταστολή. Χέρι-χέρι, τα δύο άκρα κατευθύνονται μαζί προς την άβυσσο.