Η Μάρθα Καραγιάννη αν είχε γεννηθεί σε μια άλλη χώρα, μεγαλύτερη, με αναπτυγμένη κινηματογραφία που απευθυνόταν και στο διεθνές στερέωμα, ίσως να είχε μπει δίπλα σε πολλές διάσημες σταρ, sex symbol της εποχής της, καθώς κατάφερνε χαγωγίμε μία μοναδική ικανότητα να συνδυάζει το ταμπεραμέντο, το πικάντικο και τον χορό, με την κωμωδία, το ζητούμενο πολλές φορές για μια παραγωγή, που θέλει να προσφέρει αυθεντική διαφυγή από την καθημερινότητα.
Αρκεί να θυμηθούμε το ολιγόλεπτο πέρασμά της στην τρισχαριτωμένη πολιτική σάτιρα «Ζητείται Ψεύτης» του Δαλιανίδη, του ανθρώπου που την έκανε σταρ, τη δεκαετία του ’60, για να καταλάβουμε συνοπτικά τη χαρισματική της υποκριτική υπόσταση. Εμφανίζεται σε τρεις σκηνές, τις καλύτερες ίσως της ταινίας. Στην πρώτη χορεύει σε ένα νυχτερινό κέντρο και τρέχουν τα σάλια των Παντελή Ζερβού και Ντίνου Ηλιόπουλου αλλά ακόμη και αυτών που βλέπουν σήμερα στην τηλεόραση για εκατοστή φορά την ταινία.
Στη δεύτερη ουσιαστικά κάνει ένα στριπτίζ στο γραφείο του βουλευτή, αλλά η έξοδός της απ’ αυτό μόνο με τα εσώρουχα, την κάνουν πιο ελκυστική από ποτέ, θυμίζοντας σαφώς τη Σοφία Λόρεν, ενώ στην τρίτη σκηνή, στην οποία ο άντρας της πυροβολεί τον Ηλιόπουλο και νομίζει ότι τον σκότωσε, δίνει και το ερμηνευτικό της κωμικό ταλέντο, ειδικά στην έξοδό της από το πλάνο. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ταινία της άνοιξε το δρόμο για να γίνει σταρ, το αντικείμενο του πόθου για τους άντρες και να κερδίσει τον θαυμασμό των γυναικών. Συμπληρώνοντας έναν χρόνο από τον θάνατό της (18 Σεπτεμβρίου 2022) αξίζει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τις βασικότερες σκηνές της ζωής και της σταδιοδρομίας της, αν και οι εμφανίσεις της στον κινηματογράφο θα αποτελούν πάντα μία χαρά της ζωής.
Η προσφυγοπούλα που έζησε το όνειρο
Η Μάρθα Καραγιάννη γεννήθηκε στον Πειραιά στις 6 Νοεμβρίου του 1939 και μεγάλωσε στα προσφυγικά του Κερατσινίου από Πόντιους γονείς που είχαν έρθει από τα βάθη της Ανατολής. Άνθρωποι της βιοπάλης, που τους άρεσε ο χορός και το τραγούδι, εμφύσησαν και στην κόρη τους το πάθος για τη μουσική και τον χορό. Ο πατέρας της δούλευε μέρα-νύχτα για να μην της λείπει τίποτα. Θα κάνει κλασικό μπαλέτο, ξεκινώντας από το παιδικό τμήμα της Λυρικής, με πολλά όνειρα. Όμως, ο κινηματογράφος, η μοναδική οικονομική διασκέδαση της εποχής, θα την ξετρελάνει και θα ερωτευθεί τα αμερικάνικα μιούζικαλ. Το «αμερικάνικο όνειρο» ήταν μάλλον πιο εφικτό στην Ελλάδα για τη μικρή Μάρθα.
Από το κλασικό μπαλέτο στα πλατό
Τα δέκα χρόνια προσπαθειών στο κλασικό μπαλέτο θα τη βοηθήσουν καθοριστικά στη μετέπειτα μακρά σταδιοδρομία της στο θέατρο και το σινεμά. Σε μια παράσταση της σχολής της θα την παρατηρήσει ο Ορέστης Λάσκος και σε ηλικία 17 ετών θα την επιλέξει για έναν μικρό ρόλο στο γνωστό δράμα «Η Άγνωστος» του 1956. Κοριτσάκι, θα έχει την τύχη να βρεθεί στα πλατό με καταξιωμένους ηθοποιούς, αλλά το σημαντικότερο με τη μορφή του ελληνικού θεάτρου Κυβέλη – στη δεύτερη και τελευταία ταινία της – και τον παιδικό της έρωτα, τον ζεν πρεμιε, Αλέκο Αλεξανδράκη.
Η επιτυχία της ταινίας θα της ανοίξει τον δρόμο, για να εμφανιστεί σε ακόμη δυο κωμωδίες, δίπλα σε τεράστια ονόματα, ενώ το 1957, χορεύοντας σε κέντρο της Φωκίωνος Νέγρη, θα την «τσιμπήσει» ο Κώστας Χατζηχρήστος, προτείνοντάς της να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και Ψύλλοι», γνωρίζοντας τον ακόμη άσημο Γιάννη Δαλιανίδη. Τον επόμενο χρόνο θα παίξει δίπλα στον μεγάλο κωμικό στο «Κόμης Χατζηχρήστος», ενώ το 1959 ο Φρίξος Ηλιάδης θα της δώσει τον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο στην «Αγάπη της Βοσκοπούλας». Το 1960, θα συμπρωταγωνιστήσει στην κομεντί «Τρεις Κούκλες κι Εγώ», όπου θα ξεχωρίσει. Έτσι, θα έρθει και η πρόταση του Δαλιανίδη για το «Ζητείται Ψεύτης», όπου η καυτή εμφάνισή της θα προκαλέσει πάταγο.
Όμορφη Πόλη, Φίνος και Βουτσάς
Στο θεατρικό σανίδι τα πάει το ίδιο καλά, παρότι δεν φοίτησε σε δραματική σχολή αλλά στον «βασιλιά του μουσικού θεάτρου» Μπουρνέλη και δίπλα σε γίγαντες όπως Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Ρίζο, Βασιλειάδου και θα έχει την τύχη να συμμετάσχει στην φημισμένη παράσταση των Μποστ – Θεοδωράκη – Κακογιάννη «Όμορφη Πόλη». Σπουδαίοι ηθοποιοί αλλά το κυριότερο, τα ιερά τέρατα της λαϊκής μουσικής, οι Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Χιώτης και Μαίρη Λίντα ήταν εκεί και από κοντά τους η μικρή Μάρθα.
Γρήγορα καθιερώθηκε ως δυνατό όνομα του θεάτρου και του ψυχαγωγικού σινεμά της Φίνος Φιλμ δίπλα στους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Χατζηχρήστο, Γιάννη Γκιωνάκη, Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Ελένη Προκοπίου και φυσικά τον Κώστα Βουτσά, με τον οποίο ταινία με ταινία εξελίχθηκαν ως ένα απολαυστικό ζευγάρι. Οι ταινίες τους («Το Ανθρωπάκι», «Νύχτα Γάμου», «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες», «Ο Ξυπόλυτος Πρίγκιψ» κλπ) θα έχουν τεράστια επιτυχία και θα αγαπηθούν από το κοινό, ενώ μέσα απ’ αυτές θα συνδεθούν με μεγάλη παντοτινή φιλία.
Sex symbol
Το 1964 θα έρθει ακόμη μία εμφάνιση που θα αναστατώσει το πανελλήνιο. Θα είναι στην κωμωδία «Οι Κληρονόμοι», με την ανεπανάληπτη τριάδα Χατζηχρήστου, Ηλιόπουλου, Βουτσά. Στη συμπαθέστατη ταινία του Δαλιανίδη, η Καραγιάννη θα χορέψει σχεδόν γυμνή, φορώντας μόνο κάποια πούπουλα», προκαλώντας ταραχή και καθιστώντας την ως sex symbol. Αν και όχι ιδιαιτέρως ψηλή, οι τέλειες μεσογειακές καμπύλες της, η υπέροχη κίνησή της και το πανέμορφο αλλά και οικείο πρόσωπό της, θα αποτελέσουν για χρόνια τη φαντασίωση των αντρών – όπως έλεγε και ο Δαλιανίδης «οι Έλληνες τη Μάρθα την ποθούσαν, ήταν πιο κοντά στα πρότυπά τους από οποιαδήποτε άλλη ηθοποιό».
Από τις συνολικά 42 εμφανίσεις στον κινηματογράφο, δύσκολα θα βρεις ταινία που απέτυχε ή πέρασε απαρατήρητη. Μερικές, μόνο, ακόμη επιτυχίες της θα είναι στα μιούζικαλ «Κάτι να Καίει», «Κορίτσια για Φίλημα», «Ραντεβού στον Αέρα», «Γοργόνες και Μάγκες» και «Η Ωραία του Κουρέα», στην ταινία, που παρά τις αντιρρήσεις της προς τον Δαλιανίδη, θα υπηρετήσει για πρώτη φορά αποκλειστικά έναν μπουφονικό χαρακτήρα και μάλιστα αξιόπιστα.
Επιστροφή στο θέατρο
Η παρακμή του λεγόμενου εμπορικού σινεμά θα την στρέψει στο θέατρο, όπου τη δεκαετία του ’70 θα ανεβάσει αρκετές αξιόλογες παραστάσεις. Το 1972 θα ανεβάσει το επίκαιρο μιούζικαλ «Καμπαρέ» σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολωμού κι έχοντας δίπλα της τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Μια παράσταση που θα γνωρίσει την αποτυχία, εν αντιθέσει με πολλές παραστάσεις που θα ανεβάσει στη συνέχεια.
Ο έρωτας, ο γάμος και η μητρότητα
Σε αυτή την καλλιτεχνική επιτυχία τη βοήθησε και ο έρωτας της ζωής της, όπως είχε εξομολογηθεί, με τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού Βασίλη Κωνσταντίνου, τον οποίο γνώρισε το 1973 και χώρισε έπειτα από 12 χρόνια, χωρίς ποτέ να παντρευτούν, αλλά θα διατηρήσουν μία φιλική σχέση για πάντα. Εδώ, πρέπει να αναφερθεί ότι ο μοναδικός της γάμος ήταν το μακρινό 1959, όταν στα 20 της ερωτεύθηκε ένα άλλο ίνδαλμα του ποδοσφαίρου και γόη της εποχής, τον Μίμη Στεφανάκο, που έπαιζε στον Ολυμπιακό. Η απώλεια του παιδιού τους θα κοστίσει ιδιαίτερα στη σχέση τους, που θα διαλυθεί λίγους μήνες μετά. Η μητρότητα για την Καραγιάννη ήταν μία πληγή που έκλεισε πολλά χρόνια μετά, με την ωριμότητα των χρόνων και όταν συνειδητοποίησε ότι η ζωή τελικά της φέρθηκε πολύ καλά.
Άλλωστε, η Μάρθα Καραγιάννη δεν παραπονιόταν για τίποτα, γλέντησε τη ζωή της, χωρίς σκάνδαλα και αντιζηλίες ή άλλες ιστορίες που θα τροφοδοτούσαν τον κίτρινο Τύπο, άφησε το δικό της χαρμόσυνο αποτύπωμα στο σινεμά και το θέατρο. Έζησε περήφανα κι έσβησε ήσυχα, προκαλώντας τη συγκίνηση σε όλους τους Έλληνες και Ελληνίδες, ακόμη και σε αυτούς που τη γνώρισαν μόνο από τις ταινίες στην τηλεόραση.