Στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012 θα πρέπει να επανέλθουν οι περικοπείσες συντάξεις των δικαστικών λειτουργών που έχουν καταθέσει προσφυγές στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αυτό έκρινε κατά πλειοψηφία (28-3) η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την υπ’αριθμ. 1330/2023 απόφαση βάσει της οποίας οι συντάξεις των δικαστικών λειτουργών πρέπει να καθοριστούν βάσει των όσων ίσχυαν πριν από τις μνημονιακές περικοπές του 2012 σύμφωνα με απόφαση που έχει ήδη ληφθεί από το Μισθοδικείο και αφορά προσφυγή του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικ.Αγγελάρα. Σύμφωνα με την απόφαση είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης-Πολιτείας για επανακανονισμό της σύνταξης του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νίκου Αγγελάρα, που είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, διότι όφειλε η Διοίκηση- Πολιτεία να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4387/2016, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Δηλαδή, εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου» (νόμος 4387/2016). Δηλαδή, οι συντάξεις των δικαστών επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, με άλλα λόγια προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί πριν το νόμο 4093/2012. Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλαμβάνει όσους συνταξιούχους έχουν ήδη προσφύγει στο ανώτατο δικαστήριο.
Το σκεπτικό της απόφασης
«Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου), που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία. Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης του εκκαλούντος δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης του εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το ως άνω ειδικό Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αρμόδιο για τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης των αποτελεσμάτων απόφασης επί τρίτων προσώπων, στα οποία εκτείνεται κατά το Σύνταγμα η δικαιοδοσία του, είναι το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο. Το ζήτημα της συμπερίληψης στις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, του ποσού της αποζημίωσης λόγω της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανήκει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και ενόψει του ότι δεν έχει αυτό επιλυθεί με απόφασή του, στην αρμοδιότητα του ως άνω ειδικού Δικαστηρίου.»