Το 2010, ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα από έναν Αμερικανό δικηγόρο έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή της Κλερ Γκίμπελ. Ο δικηγόρος – ο Λόρενς Άιζενσταϊν, η εταιρεία του οποίου εργάζεται για την ανάκτηση έργων τέχνης που λεηλατήθηκαν από τους Ναζί – είπε ότι μιλούσε με έναν Βρετανό μελετητή που είχε συναντήσει το όνομα Ρενέ Γκίμπελ σε αρχεία συλλεκτών έργων τέχνης. Ο Ρενέ ήταν ο παππούς της Κλερ, ένας Γαλλοεβραίος αντιστασιακός που σκοτώθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Άιζενσταϊν είπε στην Κλερ ότι ο ίδιος και ο Ίαν Λοκ, ένας ερευνητής που έχει μελετήσει τις μεταπολεμικές επιστροφές, πίστευαν ότι οι Ναζί είχαν κλέψει μια σημαντική συλλογή έργων τέχνης από τον παππού της.
Ενώ οι Γκίμπελ γνώριζαν ότι ο Ρενέ ήταν διάσημος έμπορος τέχνης πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αγνοούσαν την έκταση της συλλογής του. «Δεν μας είπαν ποτέ τίποτα άλλο για τον παππού μου εκτός από το ότι ήταν στη Γαλλική Αντίσταση. Σίγουρα όχι ότι τον είχαν ληστέψει», δήλωσε η Κλερ στο CNNi. Για την Κλερ, μια 70χρονη σήμερα Εβραίογαλλίδα που ζει στο Παρίσι, ήταν η αρχή μιας 13χρονης μάχης για τον εντοπισμό των κλεμμένων έργων τέχνης του παππού της, συμπεριλαμβανομένων πολύτιμων πινάκων του φωβιστή ζωγράφου του 19ου αιώνα Αντρέ Ντερέν και του ιμπρεσιονιστή Κλοντ Μονέ.
Ο συλλέκτης και οι Ναζί
Εκτός από διάσημος γκαλερίστας της εποχής του, ο Ρενέ Γκίμπελ είχε πολύ καλές διασυνδέσεις. Στενά συνδεδεμένος με την οικογένεια Βιτόν (η μητέρα του Κλαρίς Βιτόν ήταν ανιψιά του Λουί Βιτόν), ο Ρενέ συναναστρεφόταν με καλλιτέχνες όπως ο Μονέ, ο Ζορζ Μπρακ, ο Ανρί Ματίς και ο Πάμπλο Πικάσο, και ήταν στενός φίλο του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ο Ρενέ έκλεισε την παρισινή γκαλερί του το 1938, για άγνωστους λόγους. Μετά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη στις 14 Ιουνίου 1940, διέφυγε με τη σύζυγό του στις Κάννες και στη συνέχεια στο Μόντε Κάρλο, αφήνοντας την οικονόμο του, Οντίλ Φιρέ, να χειριστεί τις υποθέσεις του στο Παρίσι.
Στην Αντίσταση
Παρά τους κινδύνους, ο Ρενέ επέλεξε να ενταχθεί στην Αντίσταση. Συνελήφθη από την Γκεστάπο και απελάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νοϊενγκάμε, κοντά στο Αμβούργο, όπου πέθανε το 1945. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας της Κλερ με τον Άιζενσταϊν το 2010, ο δικηγόρος αποκάλυψε ότι η συλλογή του Ρενέ είχε μοιραστεί και εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη – πουλήθηκε σε δημοπρασίες, φιλοξενήθηκε σε ιδιωτικές συλλογές και εκτέθηκε ακόμη και σε μουσεία. Το τι ακριβώς συνέβη με τα έργα τέχνης του Ρενέ κατά τη διάρκεια του πολέμου παραμένει ασαφές, αλλά οι δικαστικές καταθέσεις αναφέρουν ότι το 1942, το διαμέρισμά του στο Παρίσι κατασχέθηκε και λεηλατήθηκε από τη γερμανική πρεσβεία, όπως και 82 κιβώτια με έργα τέχνης που είχε τοποθετήσει σε αποθήκη.
Το 1944, η Γκεστάπο κατέσχεσε περιουσιακά του στοιχεία από ένα χρηματοκιβώτιο τράπεζας στη Νίκαια. Τα οικογενειακά αρχεία υποστήριξαν επίσης την πεποίθηση των πέντε κληρονόμων του Γκίμπελ ότι ο παππούς τους αναγκάστηκε να πουλήσει έργα τέχνης για να επιβιώσει μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί, καθώς ένα διάταγμα της 26ης Απριλίου 1941 απαγόρευε στους Εβραίους να εργάζονται στον εμπορικό τομέα. Κρυπτόμενος, χωρίς τραπεζικούς λογαριασμούς, ο Ρενέ δεν θα είχε άλλον τρόπο να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του ή το δίκτυο αντίστασης.
«Μάχη» με μουσεία για επιστροφή πινάκων
Στην αρχή της αναζήτησής τους, οι Γκίμπελ έμαθαν από τα οικογενειακά αρχεία ότι ο Ρενέ αγόρασε έξι πίνακες του Αντρέ Ντερέν σε δημοπρασία το 1921. Με τη βοήθεια του Λοκ και του Άιζενσταϊν, εντόπισαν τρεις από αυτούς να εκτίθενται σε μουσεία στη Γαλλία. Οι πίνακες «Paysage à Cassis» και «La Chapelle-sous-Crécy» εντοπίστηκαν σε ένα δημόσιο μουσείο στην Τρουά, στη βορειοανατολική Γαλλία, ενώ ο «Pinède, Cassis», ανακαλύφθηκε σε ένα μουσείο στη Μασσαλία. Οι κληρονόμοι του Γκίμπελ υπέβαλαν αίτηση το 2013 στο γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού για την επιστροφή των τριών πινάκων του Ντερέν. Το υπουργείο απάντησε ότι δεν είχε αποδείξεις ότι είχαν κλαπεί από τον Ρενέ Γκίμπελ, ώστε να τους επιστρέψει.
Βρισκόμενη σε αδιέξοδο, η οικογένεια Γκίμπελ απευθύνθηκε στην Κορίν Χερσκοβίτς, μια Γαλλίδα δικηγόρο με εμπειρία δεκαετιών, που βοηθά οικογένειες να ανακτήσουν τα κλεμμένα έργα τέχνης τους. Το 2019, προσέφυγαν στο δικαστήριο για να ανακτήσουν τους πίνακες του Ντερέν. Η απόδειξη ότι οι πίνακες ανήκαν στον Ρενέ, ήταν μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί στο σαλόνι του εμπόρου τέχνης στο Παρίσι κάποια στιγμή μεταξύ του 1916 και του 1933, και έδειχνε τους τρεις εν λόγω πίνακες κρεμασμένους στον τοίχο.
Η απόδειξη
Η απόδειξη όμως ότι οι πίνακες είχαν κλαπεί ή πωληθεί υπό πίεση, ήταν πολύ πιο δύσκολη. Χωρίς τιμολόγιο ή πράξη πώλησης, το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού και τα δύο μουσεία υποστήριξαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή. Το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ της γαλλικής κυβέρνησης και των μουσείων, δηλώνοντας ότι η απόδειξη ότι οι τρεις πίνακες πωλήθηκαν ή κατασχέθηκαν με τη βία «δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με βεβαιότητα».
Όμως, ένα χρόνο αργότερα, το γαλλικό εφετείο ανέτρεψε την απόφαση. Σύμφωνα με μια επιστολή που χρονολογείται από το 1941, η οποία βρέθηκε στα αρχεία της οικογένειας, ο Ρενέ έδωσε εντολή στην οικονόμο του Οντίλ Φιρέ να «προσέχει τον φίλο μου Ντερέν, ο οποίος είναι ένας πολύτιμος άνθρωπος που δεν πρέπει να απογοητευτεί», κάτι που το δικαστήριο ερμήνευσε ως αίτημα για την πώληση των πινάκων.
Παρά τη μακρά νομική μάχη, οι κληρονόμοι του Γκίμπελ ήταν σχετικά τυχεροί
Στην απόφασή του, το εφετείο έγραψε ότι υπάρχουν «ακριβείς, σοβαρές και σύμφωνες ενδείξεις» ότι οι πίνακες του Ντερέν λήφθηκαν παράνομα ή αγοράστηκαν ύστερα από πίεση, καθιστώντας έτσι την πώλησή τους άκυρη. Ήταν η πρώτη φορά που ένα δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι οικογένειες που ζητούν αποζημίωση δεν θα πρέπει να αναμένεται να προσκομίσουν στοιχεία που ήταν πολύ δύσκολο να αποκτηθούν, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο στο οποίο τα έργα αφαιρέθηκαν. Το 2020, επτά χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα τους, οι κληρονόμοι του Γκίμπελ επανενώθηκαν τελικά με τους τρεις πίνακες του Ντερέν.
Όταν ρωτήθηκε από το CNNi γιατί άργησαν τόσο πολύ να επιστραφούν τα έργα, το μουσείο της Τρουά δήλωσε ότι, δεδομένου ότι οι πίνακες αποτελούσαν μέρος εθνικών συλλογών, «δεν μπορούσαν να επιστραφούν στους κληρονόμους χωρίς δικαστική απόφαση». Παρά τη μακρά νομική μάχη, οι κληρονόμοι του Γκίμπελ ήταν σχετικά τυχεροί, καθώς μπορούσαν να βασιστούν σε εκτεταμένα οικογενειακά αρχεία και επειδή τα έργα τέχνης που καταλήγουν σε μουσεία είναι ευκολότερο να εντοπιστούν. Αυτό δεν συμβαίνει συχνά στις εβραϊκές οικογένειες που προσπαθούν να ανακτήσουν τα κλεμμένα έργα τέχνης των προγόνων τους.
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει»
Το 2019, η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποκαταστήσει τα πολιτιστικά αγαθά που εκλάπησαν, πουλήθηκαν με τη βία ή κατασχέθηκαν μεταξύ 1933 και 1945, ανεξάρτητα από το αν λεηλατήθηκαν στη Γαλλία ή απλώς βρίσκονται πλέον στη χώρα. Ενώ τον περασμένο Ιούλιο το κοινοβούλιο ενέκρινε έναν νέο νόμο για τον εξορθολογισμό της πολύπλοκης διαδικασίας επιστροφής. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει», δήλωσε η Κλερ. «Μας πήρε τέσσερα χρόνια για να πάρουμε φωτογραφίες των πίσω όψεων των πινάκων (συνήθως ένα από τα πρώτα σημεία όπου αναζητούνται αναγνωριστικές ετικέτες, καρτέλες ή σημάδια όταν ελέγχεται η προέλευση) από τα μουσεία. Τώρα, αν ζητήσεις φωτογραφία της πίσω όψης ενός πίνακα, την παίρνεις μέσα σε έξι μήνες».
Σήμερα, οι πέντε κληρονόμοι του Γκίμπελ έχουν ανακτήσει έξι πίνακες, συμπεριλαμβανομένου ενός τέταρτου Ντερέν και ενός Μονέ, από γαλλικά μουσεία και ιδιώτες. Συνεχίζουν τις προσπάθειες για την απόκτηση εκατοντάδων άλλων έργων τέχνης που πιστεύουν επίσης ότι εκλάπησαν. Αν και η Κλερ παραδέχεται ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα να βρουν τα πάντα, παίρνει θάρρος από την πρόοδό τους. «Οι νοοτροπίες εξελίσσονται», δήλωσε. «Σίγουρα, έχουν περάσει 80 χρόνια (από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ».