Από τα φροντισμένα και προβεβλημένα αρχαία, βυζαντινά, ενετικά και τουρκικά μνημεία των κεντρικών μας πόλεων, μέχρι τους κίονες και τα όστρακα αγγείων που βρίσκεις σε κάθε χωράφι και γωνιά, δεν θα μπορέσεις σε μία ζωή να βιώσεις όλη την ιστορία της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και κάποια μνημεία παραγνωρισμένα, που μπορεί να μην προέρχονται από τα βάθη της παράδοσης, αλλά έχουν ακόμα και έτσι ιστορική και συναισθηματική αξία. Ένα τέτοιο κτίσμα βρίσκεται σε ένα ανύποπτο χωριουδάκι των Επτανήσων, στα Κύθηρα.
Πρόκειται για την πέτρινη γέφυρα Κατουνίου, ένα τοξωτό γεφύρι που χτίστηκε το 1826, την περίοδο της Αγγλοκρατίας, όταν τα Επτάνησα αποτελούσαν το Ιόνιο Κράτος ως προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχουν κτιστεί στην Ελλάδα, με μήκος 110 μέτρα, πλάτος 6 μέτρα και ανώτατο ύψος 15 μέτρα. Η γέφυρα στηρίζεται σε 13 τόξα σε απόλυτη συμμετρία και περιέχει 12 κυλινδρικές θυρίδες. Η κατασκευή του γεφυριού πραγματοποιήθηκε βάσει των σχεδίων του Άγγλου αρμοστή, μηχανικού Μακφέιλ (Macphail).
Το φιλόδοξο έργο ήταν ενταγμένο στο γενικότερο σχεδιασμό δημοσίων έργων που είχαν προγραμματίσει οι Άγγλοι για το νησί, που περιελάμβανε δρόμους, γεφύρια, σχολεία, υδραγωγεία λιμάνια και φάρους. Η γέφυρα του Κατουνίου αποτελούσε μέρος του οδικού άξονα που θα ένωνε την πρωτεύουσα των Κυθήρων με το λιμάνι του Αγίου Νικολάου ή Αυλέμονα και ήταν το μεγαλύτερο τεχνολογικό επίτευγμα των Άγγλων στο νησί. Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, η γέφυρα κτίστηκε επειδή ο Άγγλος αρμοστής Μακφέιλ είχε ερωτευτεί μια νεαρή κοπέλα που έμενε στον οικισμό του Κατουνίου. Καθώς χρειαζόταν μία πρόφαση για να τη συναντά τακτικά, κίνησε την οικοδόμηση της γέφυρας για να την επιβλέπει και να βρίσκεται πάντα εκεί.