Οι τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και οι ελληνικές επιλογές
Οι τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο είναι κάτι με το οποίο έχουμε συνηθίσει να ζούμε τα τελευταία πενήντα πάνω κάτω χρόνια, με τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών να περνούν από πολλά κύματα, από περιόδους νηνεμίας μέχρι τα πρόθυρα πολέμου. Η Τουρκία αξιώνει νησιά και νησίδες και εσχάτως και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Από την πλευρά της η Ελλάδα δεν διεκδικεί, αλλά και δεν υποχωρεί, ζητώντας την τήρηση των υπαρχόντων συνθηκών στο νομικό πεδίο και εμμένοντας στην ιστορική της παρουσία στην περιοχή στο θυμικό. Αλλά και η άλλη πλευρά επιχειρεί να στηρίξει τις απαιτήσεις της με νομικούς ή νομικίζοντες όρους.
Ανεξάρτητα από το ποιος όμως έχει ιστορικά δίκαιο ή άδικο, ανεξάρτητα από τους εθνικούς μας συναισθηματισμούς, ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα στα πλαίσια της γεωπολιτικής ισχύος.
Είναι οι Τούρκοι κακοί;
Η απάντηση είναι απλή, αν και καθόλου αυτονόητη. Οι Τούρκοι δεν είναι ούτε καλοί, ούτε κακοί. Όπως και εμείς δεν μπορούμε να είμαστε ούτε καλοί, ούτε κακοί. Το μόνο που μπορούν να είναι (και μπορούμε να είμαστε) είναι είτε ισχυροί, είτε ανίσχυροι. Δεν υπάρχει δίκαιο στη γεωπολιτική κονίστρα. Ή μάλλον υπάρχει μόνο το δίκαιο της πυγμής. Ο Θουκυδίδης το περιγράφει αυτό με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, όταν παραθέτει τον διάλογο μεταξύ Μηλίων και Αθηναίων στον Πελοππονησιακό πόλεμο.
Όταν οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εναντίον της Μήλου, που ήταν αποικία των Λακεδαιμονίων, αλλά παράμεινε ουδέτερη στον πόλεμο, οι πρέσβεις των πρώτων φρόντισαν να διαλύσουν αμέσως τις αυταπάτες των Μηλίων περί δικαίου επισημαίνοντας πως «στις ανθρώπινες σχέσεις, τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του».
Πώς προσμετράται η δύναμη;
Με 85 περίπου εκατομμύρια πληθυσμό η Τουρκία συνιστά μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη και έτσι βλέπει τον εαυτό της. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι νέοι, ενώ η κοινωνία της, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις όχι σπάνιες βομβιστικές επιθέσεις στο εσωτερικό της, το μακροχρόνιο αντάρτικο στο Κουρδιστάν, καθώς και τις συχνές στρατιωτικές επιχειρήσεις της χώρας στο εξωτερικό, είναι αν όχι εθισμένη, τουλάχιστον συνηθισμένη στη βία και τις απώλειες. Επιπροσθέτως, την τελευταία εικοσαετία η χώρα έχει ποντάρει πολλά στην στρατιωτική της βιομηχανία, επιδιώκοντας όχι μόνο τη μέγιστη δυνατή επιχειρησιακή αυτονομία, αλλά και την επέκταση των εισοδημάτων και της επιρροής της μέσω των πωλήσεων στρατιωτικού υλικού σε τρίτες χώρες.
Τέλος η Τουρκία είναι μια χώρα πιεσμένη. Όπως είπαμε, ανεξάρτητα από τις ιστορικές μας αξιώσεις, αν δει κανείς τον χάρτη με συγχρονική ματιά, βλέπει μια χώρα με τεράστια ακτογραμμή, που μπαίνει «σφήνα» στο Αιγαίο και επί της ουσίας δεν έχει χωρικά ύδατα. Αν δε η Ελλάδα επεκτείνει, κατά το διεθνές δίκαιο, τα χωρικά της ύδατα, κινδυνεύουν οι λουόμενοι στις παραλίες της Τουρκίας, αν απομακρύνονται πολύ, να περιορίζονται από το ελληνικό Λιμενικό.
Η Ελλάδα;
Από την πλευρά της η Ελλάδα είναι μια χώρα με γηράσκοντα και φθίνοντα πληθυσμό, δώδεκα το πολύ εκατομμυρίων. Προερχόμενη από χρόνια ευμάρειας και στη συνέχεια κρίσης, η κοινωνία της εξορκίζει κάθε σκέψη πολεμικής εμπλοκής. Αμυντική βιομηχανία δεν υφίσταται και σχεδόν για τα πάντα εξαρτώμαστε από το εξωτερικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιχειρησιακές μας δυνατότητες.
Ποιες είναι οι πιθανές εξελίξεις
Υπό την συγκεκαλυμμένη ή όχι απειλή πολέμου, η Τουρκία προωθεί σταθερά τις αξιώσεις της, οι οποίες για την ελληνική πλευρά μπορούν να ακολουθήσουν δύο δρόμους. Ο πρώτος είναι η Ελλάδα να υποχωρήσει και να παραχωρήσει κάποιου είδους συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, προσβλέποντας στη διατήρηση της ειρήνης. Πέρα όμως από το γεγονός πως μια τέτοιου είδους υποχώρηση επιδεικνύει καταφανή αδυναμία και ανοίγει την όρεξη του αντιπάλου, ποια είναι αυτή η ελληνική κυβέρνηση που θα επιχειρήσει ένα τέτοιο άνοιγμα και δεν θα καταρρεύσει την επόμενη μέρα; Καμία.
Το δεύτερο σενάριο είναι ο πόλεμος. Ένας πόλεμος που θα διεξαχθεί όταν η άλλη πλευρά θα κρίνει πως οι γεωπολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για αυτή. Γιατί και πάλι θα πρέπει να αποκλείσουμε ένα από ελληνικής πλευράς προληπτικό χτύπημα, που θα μας αφαιρούσε αυτομάτως την όποια νομιμότητα -ή αυτή που νομίζουμε πως έχουμε τέλος πάντων. Ο πόλεμος θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτος και η προετοιμασία γι’ αυτόν εξίσου αναγκαία.
Τι κάνουμε γι’ αυτό
Τι μπορεί να κάνει ένα μικρό έθνος απέναντι σε μια θάλασσα εχθρών; Δυστυχώς δεν ζούμε στην αρχαία εποχή να κάνουμε τη γυμναστική μας και να πιάσουμε τα στενά. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, το παράδειγμα του Ισραήλ φαντάζει η μόνη βιώσιμη λύση. Δηλαδή εσωτερική αμυντική βιομηχανία στον μέγιστο βαθμό και όχι μόνο ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, αλλά στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Δηλαδή αληθινή στρατιωτική θητεία και όχι αγγαρειομαχίες, στράτευση των γυναικών, συντήρηση εφέδρων, όπλα στον παραμεθόριο πληθυσμό κ.τ.λ. Ποια είναι όμως η ελληνική κυβέρνηση που θα τα εφαρμόσει αυτά και δεν θα καταρρεύσει την επόμενη μέρα; Καμία.
Άρα;
Αν και τα τελευταία χρόνια έγιναν σοβαρές προσπάθειες αναβάθμισης του στρατεύματος και τώρα ξεκινά μια προσπάθεια αναζωογόνησης της πολεμικής βιομηχανίας, είμαστε πολύ πίσω. Και βέβαια και αυτό να συμβεί πάντα θα απουσιάζει ο πραγματικός παράγοντας κάθε νίκης. Η θέληση και η αποφασιστικότητα, που πηγάζουν από τη σύμπνοια κυβέρνησης και λαού. Μέχρι τότε, λοιπόν, θα ζούμε με ημίμετρα, αναβάλλοντας όσο μπορούμε το μοιραίο, προστρέχοντας στη μαμά Αμερική κάθε φορά που ο κακός γείτονας πατά στο χωράφι μας και ελπίζοντας η στραβή να μην «κάτσει στη βάρδια μας»