Αφημένη απ’ τον θεό σε μια γωνιά των Δωδεκαννήσων και έβδομη σε μέγεθος σε φθίνουσα σειρά κατάταξης, η Τήλος των άγριων λουλουδιών και των ταπεινών βοτάνων έχει αξία δυσανάλογη του μεγέθους της.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε η Τήλος κατάφερε να γίνει ο πρώτος Πιστοποιημένος Δήμος Μηδενικών Αποβλήτων στην Ελλάδα και το πρώτο νησί παγκοσμίως που φέρει τη διαπίστευση αυτή. Το επίτευγμα αυτό βέβαια δεν ήρθε ουρανοκατέβατο, αλλά αποτελεί την κορύφωση μιας παράδοσης ετών, που ξεκινά από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990. Η απόσταση από το κέντρο αύξανε για το νησί όχι μόνο τις προκλήσεις, αλλά και την ανάγκη για καινοτομία. Και αυτό δεν ήταν ποτέ γράμμα κενό για την Τήλο. Θυμίζουμε ότι το 2008 ο δήμαρχος Τάσος Αλιφέρης τέλεσε τον πρώτο γάμο στην Ελλάδα μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Και ακόμα, λίγο αργότερα, στα χρόνια της κρίσης των μεταναστευτικών ρευμάτων, η υποδοχή που επεφύλαξαν οι κάτοικοι του μικρού νησιού θεωρήθηκε υποδειγματική.
Αιώνες πριν από αυτές τις πρωτιές στην Τήλο άνθισε για σύντομο χρονικό διάστημα, ένα μικρό άνθος που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Πρόκειται για την Ήριννα, τη 19χρονη ποιήτρια του 4ου π.Χ., που πολλοί θεώρησαν εφάμιλλη της Σαπφούς.
Ένα βραχύβιο λουλούδι
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της Ήριννας. Ξέρουμε μόνο σίγουρα ότι πέθανε νεότατη στα 19 της μόλις χρόνια, με τους αρχαίους να αναρωτιούνται πόση θα ήταν η δόξα της αν δεν έφευγε τόσο νέα. Γράφει στην ήρεμη Τήλο στο μεταίχμιο μιας εποχής, τη στιγμή που η δύναμη της Αθήνας φθίνει, η νότια Ελλάδα νιώθει την πίεση της ανερχόμενης Μακεδονίας και οι ιστορικές συγκυρίες προετοιμάζουν αυτό που αργότερα θα ονομαστεί ελληνιστική εποχή. Στη μικρή Τήλο, λοιπόν, ένα 19χρονο κορίτσι προλαβαίνει να κερδίσει την υστεροφημία από τον θάνατο συνθέτοντας την «Ηλακάτη», ένα ποίημα μόλις 300 στίχων και τρία επιγράμματα, τα δύο από αυτά θρηνητικά επιτύμβια για τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε κι αυτή νεόνυμφη στα 19 της χρόνια.
Ο πατέρας μου με φώναζε Βαυκίδα
Ακολουθεί το ένα από τα επιτύμβια επιγράμματα για την πρόωρα χαμένη φίλη της:
Στῆλες μου κα Σειρῆνες κα τοῦ πένθους μου ὑδρία,
συ που κρατᾶς τη λιγοστή μου τέφρα για τον Ἅδη,
να πεῖτε πως τους χαιρετῶ ὅσους στο μνῆμα μου ἔρχονται,
εἴτε εἶναι ἀπό την πόλη μας εἴτε ἀπό ξένη πόλη.
Κι ἀκόμα πεῖτε τους αὐτό·
πως νύφη μ᾿ ἔχει πάρει ὁ θάνατος
πως ὁ πατέρας μου με φώναζε Βαυκίδα
και πως κατάγομαι ἀπ᾿ την Τῆλο – να το ξέρουν.
Και για μένα ἡ φίλη μου ἡ Ἤριννα χάραξε αὐτό
το ἐπίγραμμα πάνω στο μνῆμα
Η συνομιλία της νεκρής Βαυκίδας με τις Σειρήνες, που πάνω σε ψηλούς κίονες φρουρούσαν τα ταφικά μνημεία, καθώς και η αναφορά στη στάχτη του νεκρού που φυλάσσεται στην υδρία, τονίζουν τη μοναξιά. Ταυτόχρονα όμως απεικονίζουν ποιητικά και τα ταφικά έθιμα της τελετουργικής καύσης που διατηρούνταν στην Τήλο του 4ου αι. π.Χ. Καταπληκτικός ο τελευταίος στίχος ως υπογραφή της ποιήτριας, που επιβεβαιώνει ότι η χάραξη έγινε στον τάφο της Βαυκίδας.
Ηλακάτη (ρόκα)
Ακολουθούν σε μετάφραση οι σωζόμενοι στίχοι της Ηλακάτης, όπου φαίνεται η βαθιά οδύνη για τον πρόωρο θάνατο της Βαυκίδας μέσα από την εξιστόρηση των ξέγνοιαστων παιδικών στιγμών τους:
«Από τ’ άσπρα σου τ’ άλογα πήδηξες με άλμα τρελό μες στο κύμα της θάλασσας τ’ άπειρο, “Σ’ έπιασα!”, δυνατά σου φωνάζω, Βαυκίδα μου. Ήμουν η μάνα εγώ του παιχνιδιού και συ ήσουν η χελώνα που πάνω-κάτω πήγαινες πηδώντας στο χορτάρι της μεγάλης μας αυλής. Για όλα αυτά, καημένη μου Βαυκίδα, βαριά στενάζω και θρηνώ, γιατί μες στην καρδιά τα χνάρια τους ζεστά βρίσκονται ακόμα· όμως εκείνα που μας έδιναν χαρά, όλα έχουν γίνει στάχτη.
Κοριτσάκια μικρά, σαν τις νύφες ντυμένα, στους θαλάμους μας παίζαμε ξένοιαστα τις κερένιες μας κούκλες κρατώντας και νωρίς το πρωί είχεν έρθει η μάνα το μαλλί να μοιράσει στις πιστές υπηρέτριες κι από σένα ζητούσε μαζί της να φτιάξεις το αλίπαστο κρέας. Α, τι φόβο, μικρές όταν ήμαστε, η Μορμώ μάς γεννούσε, περπατούσε στα τέσσερα, είχε αυτιά στο κεφάλι μεγάλα και συνέχεια τη μια τρομερή με την άλλη της άλλαζε όψη.
Μα σε κλίνη ανδρός μόλις βρέθηκες, τα λησμόνησες όλα που άκουγες τότε, παιδάκι μικρό, κουρνιασμένο στον κόρφο της μάνας του· Αχ, Βαυκίδα, καλή μου, τη λήθη η θεά Αφροδίτη κρυφά στην καρδιά σου είχε βάλει. Μα πικρά τώρα κλαίοντας την κηδεία σου αφήνω· δεν βαστάνε τα πόδια μου νά ‘βγω έξω απ’ το σπίτι, δεν αντέχω στο φως το δικό σου το σώμα νεκρό ν’ αντικρύσω, ούτε δύναμαι πια να θρηνώ με λυτά τα μαλλιά μου·
ολοπόρφυρο πένθος μού σκίζει τα μάγουλα…».