Το μοναστήρι του Μόντε Κασίνο, στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου 130 χλμ. νοτιοανατολικά της Ρώμης, θα έπρεπε να είναι ένα ασφαλές καταφύγιο από μία εκ των μεγαλύτερων και φονικότερων μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που διεξήχθη γύρω του. Αλλά στις 15 Φεβρουαρίου 1944, πριν από 80 χρόνια, περίπου 250 από τους περίπου 1.000 αμάχους που είχαν καταφύγει σε αυτό από την πόλη Κασίνο και τα γειτονικά χωριά σκοτώθηκαν όταν οι συμμαχικές δυνάμεις βομβάρδισαν το μοναστήρι, πιστεύοντας – λανθασμένα – ότι τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονταν μέσα σε αυτό ή το χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο.
Ο βομβαρδισμός αυτός κατά τη διάρκεια της μάχης του Μόντε Κασίνο, καθώς οι Σύμμαχοι προήλαυναν προς τη Ρώμη, ήταν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα επεισόδια του πολέμου. Και παρέμεινε έτσι, οδηγώντας τον ερευνητή δημοσιογράφο Nando Tasciotti στα αρχεία του Πάπα Πίου ΧΙΙ, που άνοιξε το Βατικανό το 2020. Εκεί ο Tasciotti ανακάλυψε ένα έγγραφο που, όπως είπε στον Guardian, επιβεβαίωσε τον ρόλο του Αδόλφου Χίτλερ στην αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην επίθεση, ενώ αποκάλυψε την παραδοχή της Αγίας Έδρας ότι η βομβιστική επιδρομή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν το Βατικανό είχε αναλάβει αποφασιστική δράση για την επιβολή μιας ουδέτερης ζώνης μέσα και γύρω από το μοναστήρι.
Ένα «τραγικό λάθος»
Το μοναστήρι των Βενεδικτίνων βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μια βραχώδη κορυφή 521 μέτρα πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Λίρι στο κέντρο της αμυντικής Γραμμής Γκούσταβ που είχαν στήσει οι Γερμανοί, η οποία έκοβε την Ιταλία στα δύο, από την Τυρρηνική θάλασσα μέχρι την Αδριατική. Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Σύμμαχοι είχαν διαβεβαιώσει το Βατικανό τον Οκτώβριο του 1943 ότι το μοναστήρι, το οποίο περιείχε τα λείψανα του ιδρυτή του, του Αγίου Βενέδικτου, και έναν θησαυρό χιλιάδων αρχαίων κειμηλίων και ιστορικών αριστουργημάτων, δεν θα δεχόταν επίθεση ούτε θα χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς.
Καθώς όμως οι γερμανικές άμυνες κατασκευάζονταν κοντά στα τείχη του, ο 78χρονος ηγούμενος, Gregorio Diamare, ανησυχούσε όλο και περισσότερο και διαμαρτυρήθηκε. Ένας Γερμανός λοχαγός είπε στον Diamare στις 12 Δεκεμβρίου 1943 ότι οι ανώτεροί του είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια στρατιωτική ζώνη αποκλεισμού σε ακτίνα 300 μέτρων από το μοναστήρι, αλλά στις 23 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ διέταξε να αυξηθεί η άμυνα στο Μόντε Κασίνο σε «επίπεδο φρουρίου». Στις 7 Ιανουαρίου η ουδέτερη ζώνη δεν υπήρχε πλέον και οι πινακίδες που την οριοθετούσαν αφαιρέθηκαν. Η πρώτη από τις τέσσερις φάσεις της συμμαχικής επίθεσης άρχισε στις 12 Ιανουαρίου 1944, όταν τα γερμανικά στρατεύματα είχαν ήδη ταμπουρωθεί στις σπηλιές κάτω από τα τείχη της μονής, πολύ μέσα στην προηγούμενη ουδέτερη ζώνη, και τις χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήρια και ως αποθήκες βομβών και όπλων. Νυχθημερόν, δύο τανκς έριχναν κατά των Συμμάχων.
Με τη λανθασμένη πεποίθηση ότι οι Γερμανοί βρίσκονταν μέσα στο μοναστήρι ή το χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο πυροβολικού, η δεύτερη φάση της επίθεσης άρχισε με τον βομβαρδισμό του. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί νεκροί άμαχοι και κανένα στρατιωτικό κέρδος: το πεζικό δεν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή και οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στα ερείπια, καθυστερώντας την απελευθέρωση της Ρώμης κατά αρκετούς μήνες. Ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Κλαρκ, ο επιχειρησιακός διοικητής των Συμμάχων που ηγήθηκε της προέλασης στη Ρώμη, χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό «τραγικό λάθος».
Ένα αποκαλυπτικό χειρόγραφο
Ένα τετρασέλιδο χειρόγραφο σημείωμα του Armando Lombardi, της διπλωματικής υπηρεσίας της Αγίας Έδρας, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά αυτόν τον μήνα σε μια ενημερωμένη έκδοση του βιβλίου του Tasciotti «Μόντε Κασίνο 1944: Ποιος έφταιξε». Σε αυτό, ο Lombardi αναρωτιέται αν το Βατικανό θα μπορούσε να είχε σώσει το μοναστήρι αναλαμβάνοντας αποφασιστική δράση κατά της εγκατάλειψης της ουδέτερης ζώνης και πιέζοντας και τις δύο πλευρές να την σεβαστούν. Στο σημείωμα που γράφτηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ρώμης στις αρχές Ιουνίου 1944, ο Lombardi γράφει: «Στις 12 Ιανουαρίου 1944, ένας μοναχός, ο πατήρ Leccisotti, ενημέρωσε τη γραμματεία ότι οι γερμανικές αρχές είχαν καταργήσει την ουδέτερη ζώνη: αυτό ήταν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο θα έπρεπε να είχε προαναγγείλει την καταστροφή. Αλλά τίποτα δεν έγινε και τίποτα δεν ειπώθηκε γι’ αυτό».
«Όσοι μελετούν τώρα το ζήτημα με ψυχραιμία τείνουν να πιστεύουν ότι το μοναστήρι θα μπορούσε ίσως να είχε σωθεί αν η αρχή της ουδέτερης ζώνης είχε γίνει αποδεκτή και σεβαστή και από τους δύο εμπόλεμους. Με μια ενεργητική δράση, η Αγία Έδρα θα μπορούσε ίσως να το είχε επιτύχει αυτό», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Tasciotti, το σημείωμα δείχνει ότι οι ενέργειες του Χίτλερ είχαν θέσει σε κίνδυνο πρωτίστως το μοναστήρι και όσους βρίσκουν καταφύγιο σε αυτό: «Πρώτον, με την περιστροφή της Γραμμής Γκούσταβ ακριβώς πάνω στον ιερό αυτό λόφο. Έπειτα, με την κατάργηση της ζώνης ουδετερότητας των 300 μέτρων. Οι Γερμανοί δεν ήταν ποτέ μέσα στο μοναστήρι, αλλά βρίσκονταν ακριβώς κάτω από τα τείχη του, όπου είχαν στρατιωτικό πλεονέκτημα. Μετά τον πόλεμο, η σύμβαση της Χάγης και η UNESCO έθεσαν αυστηρότερους κανόνες για τη χρήση του “άμεσου περιβάλλοντος χώρου” των ιστορικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών μνημείων».
«Νόμιζαν ότι ήταν ασφαλείς»
Περίπου 300 άμαχοι είχαν στριμωχτεί σε ένα κλιμακοστάσιο πίσω από την κεντρική είσοδο του μοναστηριού. «Προσπάθησαν να διαφύγουν και αμέσως, εδώ, έχασαν συζύγους, γυναίκες, παιδιά, γονείς… μέσα σε ένα δευτερόλεπτο», λέει ο Tasciotti. «Νόμιζαν ότι βρίσκονταν στο ασφαλέστερο μέρος του κόσμου». Σε αυτούς που πέθαναν στο κλιμακοστάσιο προστέθηκαν άλλοι 170 όταν κατέρρευσε το ταβάνι της αίθουσας ξυλουργικής του μοναστηριού. Μία μέρα πριν τον βομβαρδισμό, οι Σύμμαχοι είχαν ρίξει χιλιάδες φυλλάδια στο μοναστήρι που προέτρεπαν τον κόσμο να φύγει. «Αλλά πώς θα μπορούσαν να το κάνουν, χωρίς να έχει συμφωνηθεί εκεχειρία μεταξύ των Γερμανών και των Συμμάχων;» λέει ο Tasciotti.
Η μάχη έληξε στις 18 Μαΐου 1944, αφού τα ερείπια του μοναστηριού κατακτήθηκαν από τα πολωνικά στρατεύματα. Σήμερα, υπάρχουν σχεδόν 50.000 τάφοι στα στρατιωτικά νεκροταφεία γύρω από το Μόντε Κασίνο. «Ο Χίτλερ ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την επίθεση, η “διπλωματία των τηλεγραφημάτων” του Βατικανού αποδείχθηκε αναποτελεσματική, ενώ με τον βομβαρδισμό της μονής οι Σύμμαχοι διέπραξαν ένα τραγικό λάθος», καταλήγει ο Tasciotti.