Με ανακοίνωση της κυβέρνησης, η Νέα Ζηλανδία ανακοίνωσε ότι σήμερα (27/02) θα καταργήσει τον πρώτο παγκοσμίως νόμο που απαγορεύει τις πωλήσεις καπνού για τις μελλοντικές γενιές. Η νέα τάξη πραγμάτων ισχύει παρά τις προειδοποιήσεις ερευνητών και ακτιβιστών για την επικινδυνότητα αυτής της ενέργειας. Τα πιο αυστηρά μέτρα κατά του καπνίσματος στον κόσμο υποτίθεται ότι θα ξεκινούσαν να ισχύουν.
Σύμφωνα με αυτά, προβλεπόταν η απαγόρευση πωλήσεων σε όσους γεννήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2009, περιορισμός της περιεκτικότητας σε νικοτίνη στα προϊόντα καπνού και μείωση του αριθμού των λιανοπωλητών καπνού κατά περισσότερο από 90%. Σύμφωνα με τα προηγούμενα ανακοινωθέντα σχέδια, η καινούρια κυβέρνηση συνασπισμού, που εκλέχθηκε στον Οκτώβριο, επέτρεψε την επείγουσα κατάργηση αυτού του νόμου δίχως την ύπαρξη δημόσιας σύσκεψης και διαβούλευσης.
Η αντίθετη άποψη
Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Κέισι Κοστέλο ανέφερε ότι η κυβέρνηση συνασπισμού δεσμεύτηκε μεν να μειώσει το κάπνισμα. Υιοθέτησε δε μια διαφορετική ρυθμιστική προσέγγιση για να αποθαρρύνει τη συνήθεια και να μειώσει τη βλάβη που αυτό προκαλεί. «Σύντομα θα λάβω ένα πακέτο μέτρων στο υπουργικό συμβούλιο για να αυξήσω τα διαθέσιμα εργαλεία για να βοηθήσω τους ανθρώπους να κόψουν το κάπνισμα», δήλωσε ο Κοστέλο και προσέθεσε ότι οι κανονισμοί για το κάπνισμα θα γίνουν, επίσης, αυστηρότεροι για να αποτρέψουν τους νέους από τη χρήση του.
Η απόφαση δέχθηκε έντονη κριτική για τα πιθανά αποτελέσματα της υγείας των πολιτών της Νέας Ζηλανδίας. Επιπλέον, δημιουργούνται φόβοι για ακόμα μεγαλύτερο κύμα αρνητικών αντιδράσεων στους πληθυσμούς των Μαορί και Πασιφίκα, που χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος. Το επίμαχο μέτρο της νέας κυβέρνησης της χώρας αγνοεί τα μέτρα που υποστηρίζονται σθεναρά από τους ηγέτες των Μαορί και θα διατηρήσει τις ανισότητες στην υγεία, δήλωσε η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου του Οτάγκο Τζάνετ Χουκ. «Μεγάλης κλίμακας κλινικές δοκιμές και μελέτες μοντέλων δείχνουν ότι η νομοθεσία θα είχε αυξήσει γρήγορα τα ποσοστά διακοπής του καπνίσματος και θα δυσκόλευε πολύ τους νέους να αρχίσουν το κάπνισμα», παρέθεσε η Χουκ.