Γιατί τρώμε μπακαλιάρο 25 Μαρτίου: Η ιστορία του μπακαλιάρου στην Ελλάδα
Το βασικό «πιάτο» σε κάθε ελληνικό τραπέζι θα είναι σήμερα, 25η Μαρτίου ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Πώς όμως καθιερώθηκε αυτή η διατροφική συνήθεια; Η παράδοση αυτή κρατάει από τον 4ο αιώνα μ.Χ. περίπου. Μάλιστα, η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η παλαιότερη και πιο αυστηρή χρονική περίοδος νηστείας για την ορθόδοξη εκκλησία. Από την καθιέρωσή της, περί τον 4ο αιώνα μ.Χ., προβλέπεται κατά τα μοναχικά πρότυπα ξηροφαγία με τους πιστούς να τρώνε μόνο μια φορά την ημέρα κι αυτή μετά τις 15:00 το μεσημέρι. Κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής η νηστεία «σπάει» τρεις φορές, με σκοπό οι πιστοί να πάρουν δυνάμεις. Η πρώτη από αυτές τις φορές είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, όπως έχει καθιερωθεί η 25η Μαρτίου. Την ημέρα αυτή, λοιπόν, επιτρέπονται το ψάρι, το ελαιόλαδο και το κρασί.
Η ιστορία του μπακαλιάρου στην Ελλάδα
Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου), η οποία έχει πια διττή σημασία για τον Ελληνισμό, καθώς συμπίπτει από το 1838 με τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821, είναι ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Η εξήγηση για την διατροφική αυτή συνήθεια έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία των κατοίκων της ενδοχώρας να προμηθεύονται άμεσα και οικονομικά φρέσκο ψάρι. Παρά το γεγονός ότι ο μπακαλιάρος δεν είναι «ελληνικό» ψάρι, καθώς συναντάται κυρίως στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το γεγονός ότι γίνεται παστός τον καθιστά ένα τρόφιμο φθηνό και εύκολο στη συντήρηση. Ο μπακαλιάρος έφτασε στο ελληνικό τραπέζι περί τον 15ο αιώνα και καθιερώθηκε άμεσα ως το εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου, καθώς με εξαίρεση τα νησιά μας, το φρέσκο ψάρι αποτελούσε πολυτέλεια για τους φτωχούς κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Έτσι, ο παστός μπακαλιάρος, που δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη συντήρηση, αποτέλεσε την εύκολη και φθηνή συνάμα λύση, έθιμο που κρατά μέχρι τις μέρες μας. Στα Επτάνησα τη σκορδαλιά τη λένε και αλιάδα (αλλά και αγιάδα, με βάση την τοπική προφορά) που είναι δάνειο από τα βενετικά (agliata στα σημερινά ιταλικά). Φαίνεται ότι από τον συμφυρμό των λέξεων «σκόρδο» και «αλιάδα» προέκυψε ο τύπος σκορδαλιάδα και από εκεί, με απλολογία, ο σημερινός «σκορδαλιά». Αυτή τουλάχιστον την ετυμολογία δίνουν τόσο το ΛΚΝ όσο και το Ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη.
Κάτι σαν σκορδαλιά έφτιαχναν και οι αρχαίοι, βέβαια, και μια από τις λέξεις που είχαν ήταν «μυττωτός». Πάλι στους Αχαρνείς, στην αρχή του έργου, ο Δικαιόπολις έχει μαζί του μια σακούλα σκόρδα που του την αρπάζουν οι Θράκες μισθοφόροι, οι Οδόμαντες, κι εκείνος ολοφύρεται για τη σκορδαλιά που θα έφτιαχνε (Οἴμοι τάλας, μυττωτὸν ὅσον ἀπώλεσα) Όταν θέλουμε να πούμε ότι από κάτι απουσιάζει το πιο απαραίτητο, το ειδοποιό συστατικό του, λέμε ότι μοιάζει με «σκορδαλιά χωρίς σκόρδο» Το σκόρδο είναι το Allium sativum, κρόμμυον το σκόροδον και, παρόλο που είναι ιθαγενές της Κεντρικής Ασίας, βρίσκεται στα μέρη μας από πολύ παλιά, αφού, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι εργάτες που έχτισαν την Πυραμίδα του Χέοπα είχαν στο σιτηρέσιό τους κρεμμύδια, σκόρδα και ραπανάκια.
Όμως και στην αρχαία Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένο το σκόρδο, όπως φαίνεται από την παρουσία του στις κωμωδίες του Αριστοφάνη –τα μεγαρίτικα σκόρδα ήταν ονομαστά για το μεγάλο μέγεθός τους και στους Αχαρνείς, που είναι γραμμένοι μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Μεγαρίτης παραπονιέται στον Δικαιόπολη ότι οι Αθηναίοι στις επιδρομές τους τα ξερίζωναν. Στα αρχαία λεγόταν σκόροδον, αλλά ήδη από την κλασική εποχή εμφανίζεται και ο τύπος σκόρδον, που τελικά επικράτησε. Το σκόρδο ήταν και είναι το προσφάι των φτωχών, ακόμα περισσότερο στην αρχαιότητα, που το διαιτολόγιο ήταν πολύ φτωχότερο από σήμερα. Ήταν ακόμα βασικό στοιχείο στο σιτηρέσιο των στρατιωτών, γι’ αυτό και οι αρχαίοι είχαν την παροιμιώδη φράση «μη σκόρδου (φάγω)» δηλαδή να μη μπλέξω σε περιπέτειες.