Ένας όρος, που υιοθετούμε αβίαστα
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό.
Γιάννης Τσαρούχης
Κάθε φορά που κάνω το διάλειμμά μου από την εργασία μου για τον καθιερωμένο καφέ με την εργαζόμενη κοντινής επιχείρησης, καλά καλά αρχίσουμε να λέει η μια στην άλλη τα δικά της, την προτρέπω να αρχίσει και να τελειώσει όσο πιο σύντομα, την ίδια πάντοτε επωδό με την οποία με υποδέχεται:… ακρίβεια, ακρίβεια, παντού! Πήγα να αγοράσω δυο τρία πραγματάκια απαραίτητα και δεν κατάλαβα για πότε μου φύγαν 35 ευρώ, μου είπε την τελευταία φορά.
Βέβαια, όποιος διαθέτει ελάχιστες γνώσεις marketing, γνωρίζει πως τα προ ιόντα στα super market είναι τοποθετημένα στα ράφια κατά τέτοιον τρόπο ώστε να συμβαίνει ακριβώς αυτό που…έπαθε εκείνη και παθαίνουμε και πολλοί από εμάς: Να αγοράζει κανείς πολύ περισσότερα από εκείνα που είχε αρχικά πρόθεση και τελικά να μην καταλαβαίνει για πότε αδειάζει το πορτοφόλι του, αν ακόμη επιμένει να ψωνίζει με μετρητά, για να ελέγχει καλύτερα τα οικονομικά του και αντιστέκεται στον πειρασμό της χρεωστικής…Βέβαια η νεαρή δεν έχει καμία ιδεολογική σχέση με την σημερινή κυβέρνηση, τα ίδια μου έλεγε και επί ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε χαμηλότερους τόνους, για να μην διαταράξει την ηρεμία του, τότε, υψηλού ένοικου του Μαξίμου.
Η ακρίβεια είναι ένας όρος που τον συνδέουμε και τον ταυτίζουμε, άδικα πολλές φορές, με την κερδοσκοπία ως αυτοσκοπό, ακόμη και με την αισχροκέρδεια, αδικήματα που ενοχοποιούν κάποιους που παράγουν ή διακινούν προϊόντα και απενοχοποιούν εμάς τους ίδιους, όταν τα αγοράζουμε και τα καταναλώνουμε χωρίς να τα έχουμε απόλυτη ανάγκη, πόσω μάλλον όταν πολλά από αυτά βλάπτουν εκτός απ’ το… πορτοφόλι μας και τη υγεία μας. Αν παρατηρήσουμε, έτσι στην τύχη, στο ταμείο, το καροτσάκι του μπροστινού μας αλλά και το δικό μας, θα διαπιστώσουμε έκπληκτοι πως ένα σημαντικό μέρος απ’ αυτά θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε χωρίς στο ελάχιστο να υποβαθμίσουμε την ποιότητα της ζωής μας.
Αντίθετα, αποφεύγοντας τα θα είχαμε κερδίσει, περιορίζοντας κάθε μέρα, όλο και περισσότερο, μια απ’ τις οικονομικά καταστροφικές μας έξεις, συνήθειες, όχι μόνο σε ατομικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο, μιας και τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα είναι εισαγόμενα. Και αναφέρομαι στην συνήθεια, στην έξη της υπερκατανάλωσης που πολλές φορές εξελίσσεται και σε παθολογική κατάσταση ως ‘καταναλωτική μανία’ με πέραν όλων των άλλων και ανυπολόγιστες οικολογικές επιπτώσεις, καθώς για την παραγωγή όλων αυτών των άχρηστων και επιβλαβών προϊόντων που αγοράζουμε σπαταλώνται πολύτιμοι πόροι από το οικοσύστημα, το οποίο στην συνέχεια επιβαρύνεται από τις συνέπειες της επεξεργασίας των και των αποβλήτων τους.
Υιοθετούμε αβίαστα τον όρο ακρίβεια ως ένα φαινόμενο που το επιβάλλουν κάποιοι παραγωγοί με θύμα τον καταναλωτή σε μειονεκτική θέση, μη έχοντας εναλλακτική λύση απέναντι σε άμεσες διατροφικές του ανάγκες. Και καλούμε την κάθε κυβέρνηση να ‘λάβει δραστικά μέτρα κατά της αισχροκέρδειας’ και να ορίσει με δημαγωγικά πλέον κριτήρια τις τιμές στα ράφια των super market και φυσικά το ποσό και το ποσοστό που πρέπει να κερδίσει ο κάθε παραγωγός ή διακινητής.
Μπορεί μια κυβέρνηση να ορίσει πόσα πρέπει να κερδίσει ο αγροκτηνοτρόφος στον πρωτογενή τομέα, μια δραστηριότητα πάντα υπό απρόοπτες συνθήκες που το κόστος παραγωγής δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση λογιστικά δεδομένα; Ή και για τους πωλητές της Λαϊκής, που για να φτάσουν τα προϊόντα τους απ’ το αγρόκτημα ως τον πάγκο και να επιστρέψουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους, υπάρχει μια διαδικασία, σε καθημερινή βάση, που κοστίζει σε φυσική και ψυχική δύναμη, τέτοια που αδυνατούμε να κατανοήσουμε;
Βέβαια, στο τέλος της ημέρας εκείνο που μας ενδιαφέρει εμάς ως καταναλωτές, είναι να αγοράσουμε τα προϊόντα για τις διατροφικές μας ανάγκες όσο πιο φτηνά μπορούμε, τόσο από την Λαϊκή, όσο και από το super market. Όμως οι τιμές σε μια ελεύθερη αγορά, δεν καθορίζονται απ’ τις κυβερνήσεις, τουλάχιστον στον βαθμό να ικανοποιείται κι ο τελευταίος καταναλωτής. Οι τιμές όλων των προϊόντων καθορίζονται απ’ τους νόμους της ίδιας της αγοράς και από την σχέση κάθε φορά ανάμεσα στην προσφορά και την ζήτηση. Και όσον αφορά στα είδη διατροφής και σε άλλα άμεσης ανάγκης για την επιβίωση, σε πλεονεκτική θέση για την διαμόρφωση των τιμών βρίσκεται πάντα ο καταναλωτής… αυτός που προσφέρει το χρήμα και όχι αυτός που προσφέρει το προϊόν.
Αν ο καταναλωτής δεν προσφέρει το χρήμα του, δεν αγοράσει, τότε μοιραία όλοι οι παραγωγοί θα χειραγωγηθούν από έναν άλλο σκληρό νόμο της αγοράς, αυτόν του ανταγωνισμού να κατεβάζουν τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα, ένας νόμος που δεν αφήνει απ’ έξω ούτε και τα super market. Αυτός που αγοράζει μπορεί να κάνει ένα είδος ‘αποχής’ σε ένα ακριβό είδος διατροφής για ένα μικρό χρονικό διάστημα και να μην το αγοράσει.
Είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε ατομική βάση για να προστατευτούμε από την ακρίβεια αλλά και σε συλλογικό επίπεδο ο μόνος τρόπος να χαμηλώσουν οι τιμές ορισμένων προϊόντων, ακόμα και βασικών αναγκών διατροφής σε υλικά που δεν είναι πάντα και τα πιο χρήσιμα για την υγεία μας. Αντιδρώντας έτσι στις ανάγκες όπως μας τις δημιουργεί και μας τις επιβάλλει το καταναλωτικό σύστημα και περιορίζοντάς τες στο ελάχιστο, όχι μόνο αντιμετωπίζουμε σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της ακρίβειας αλλά εξασφαλίζουμε και μια καλύτερη ποιότητα ζωής…