Μια ευχάριστη έκπληξη περίμενε το προσωπικό της Μονάδας Διαχείρισης, καθώς κατά την επιστημονική παρακολούθηση παρατηρήθηκε Μαύρος Κύκνος στο Δέλτα του Έβρου. Πρόκειται για ένα σπάνιο εύρημα, καθώς ο μαύρος κύκνος – του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Cygnus Αtratus- δεν ζει στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα υδρόβιο πτηνό το οποίο συναντάται στις νότιες περιοχές της Αυστραλίας, στην Νέα Ζηλανδία και την Ταζμανία. Μάλιστα, ο μαύρος κύκνος είναι το κρατικό έμβλημα της Δυτικής Αυστραλίας και εμφανίζεται και στη σημαία της. Ο τόπος στον οποίο ζει είναι οι μεγάλες λίμνες, οι λιμνοθάλασσες, οι υγροβιότοποι, καθώς και τα ποτάμια, μερικές φορές κατά μήκος των ακτών. Πρόκειται για ένα μονογαμικό είδος το οποίο μπορεί να φτάσει τα 7 κιλά στα θηλυκά και τα 9 κιλά στα αρσενικά. Μάλιστα, είναι το μόνο είδος κύκνου όπου το αρσενικό συμμετέχει στην εκκόλαψη, επιτρέποντας στο θηλυκό να εξοικονομήσει ενέργεια ώστε να μπορεί να ξαναζευγαρώσει σύντομα.
Οι μαύροι κύκνοι έγιναν για πρώτη φορά γνωστοί στους Ευρωπαίους το 1697, όταν ο Ολλανδός Willem de Vlamingh εξερεύνησε το ποτάμι Σουάν Ρίβερ στη Δυτική Αυστραλία. Περιγράφηκαν επιστημονικά από τον Άγγλο φυσιοδίφη Τζον Λάθαμ (John Latham) το 1790. Αρχικά τοποθετήθηκαν σε ένα μονοτυπικό γένος, με ονομασία Chenopis, ενώ σήμερα τοποθετούνται στο γένος Cygnus (Κύκνος). Το φτέρωμά τους είναι κυρίως μαύρο, αλλά τα εξωτερικά πρωτεύοντα και δευτερεύοντα φτερά είναι λευκά. Το άνοιγμα των φτερών του φτάνει τα 2 μέτρα. αλλά κατά την διάρκεια της ετήσιας πτερόρροιας, μετά την περίοδο αναπαραγωγής, τα λευκά φτερά πέφτουν αφήνοντας τον κύκνο ανίκανο να πετάξει για περίπου ένα μήνα. Όπως και άλλα είδη κύκνων, είναι κυρίως μονογαμικό και συνήθως ζευγαρώνει εφ’ όρου ζωής με ένα ταίρι και αν αυτό πεθάνει συνήθως δεν προσπαθεί να βρει άλλο. Οι μαύροι κύκνοι κυκλοφορούν είτε ανά ζεύγη ή κατά ομάδες και ο πληθυσμός τους υπολογίζεται σε 100.000-1.000.000.