Η πίστη σου σέσωκέ σε, είπε στον τυφλό της Ιεριχούς...
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Οι άνθρωποι μπορεί να καυγαδίσουν για τη θρησκεία τους, να γράψουν ή να πολεμήσουν γι’ αυτήν. Μπορεί να κάνουν τα πάντα εκτός από το να ζήσουν σύμφωνα μ’ αυτήν.
Charles Caleb Colton, Άγγλος γνωμικογράφος
Σε μία εποχή γεμάτη βία και αμφισβήτηση, η κατανυκτική ατμόσφαιρα που απαιτείται για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, τουλάχιστον τις Κυριακές, διαταράσσεται από τα αδιάκοπα πηγαινέλα πιστών και επιτρόπων, από τους ήχους και τις δονήσεις των κινητών, ενώ οι χωρίς περιεχόμενο ψαλμοί του τελετουργικού, αφήνουν πλήρως αδιάφορους τους θρησκευόμενους. Όμως, αν όχι ολόκληρη την Μεγάλη Εβδομάδα, την Μεγάλη Παρασκευή και το βράδυ της Ανάστασης όλοι προσέρχονται στους ναούς και διαπιστώνουμε πως ένα κοινό ευχάριστο συναίσθημα μας δένει μεταξύ μας ως μέλη της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας, απαλλαγμένο τουλάχιστον εκείνες τις ώρες απ’ όλα τα μικρά ή και μεγαλύτερα ελαττώματα της ανθρώπινης ψυχής, που κάνουν γκρίζες τις σχέσεις μας τις υπόλοιπες μέρες.
Η Κυριακή, όπως αναφέρουν μεγάλοι άνθρωποι που γεννήθηκαν και έζησαν τα νεανικά τους χρόνια στην επαρχία, ήταν μια πραγματική γιορτή και η μοναδική μέρα που οι κάτοικοι ενός χωριού συναντούσαν ο ένας τον άλλο στην πλατεία της εκκλησίας και ‘τα έλεγαν’, μιας και τις υπόλοιπες μέρες ήταν απασχολημένοι με τις αγροτικές τους εργασίες.
Και μπορεί, στην επαρχία κυρίως, η προσέλευση των κατοίκων της να είχε και τον χαρακτήρα μιας κοινωνικής συνάθροισης όμως ποιες θρησκευτικές τους ανάγκες εξυπηρετούσε αφού το μορφωτικό τους επίπεδο δεν τους επέτρεπε να αφομοιώσουν και να κατανοήσουν απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα, αλλά και στις καθημερινές τους ανησυχίες; Μπορεί η πίστη τους στον Θεό, έτσι όπως αόριστα την επικοινωνεί η Θρησκεία με τους πιστούς της, να δώσει διέξοδο στα καθημερινά τους προβλήματα, να τους γιατρέψει από αρρώστιες, να τους προφυλάξει από έναν πρόωρο θάνατο; Μπορεί ένας τυφλός, που θεωρεί ότι έχει ισχυρή και ειλικρινή πίστη στον Θεό, να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα ανακτήσει την όρασή του; Γίνονται τελικά θαύματα;
Αρχικά η θρησκεία μας, όπως κι όλες οι θρησκείες του κόσμου, εγκαταστάθηκε στις ψυχές των ανθρώπων ως μια λυτρωτική αναγκαιότητα να δοθούν κάποιες απαντήσεις στα εναγώνια ερωτήματά τους, που αφορούν στην ύπαρξή τους και το πεπρωμένο τους… Όμως πειστικές απαντήσεις ουδέποτε δόθηκαν. Έτσι οι άνθρωποι, ή κάποιος ηγέτης για λογαριασμό τους, επινόησαν μια υπερβατική οντότητα που την φύση της και το μέγεθός της αδυνατούν να κατανοήσουν, διαισθάνονται όμως την ύπαρξή της παρατηρώντας γύρω τους αυτό το θαύμα που συντελείται και που λέγεται ζωή. Και μέρος αυτού του θαύματος είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος. Ένα θαύμα που διαιωνίζεται και φαίνεται να πειθαρχεί σε κάποιους κανόνες που έχει επιβάλλει αυτή η οντότητα και που εμείς αποκαλούμε Θεό, και την φανταζόμαστε ως έναν υπεράνθρωπο καλοκάγαθο γέροντα, τιμωρό όμως κάποιες φορές σε όσους δεν τηρούν τις εντολές Του, έτσι όπως αποτυπώθηκε στην μνήμη μας βλέποντας για πρώτη φορά την εικόνα Του ψηλά στον τρούλο της εκκλησίας.
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο πως τα θαύματα, όπως αναφέρονται στην Αγία Γραφή, συντελέστηκαν πράγματι. Κι αν κάποια απ’ αυτά εμπεριέχουν ψήγματα αλήθειας ο ίδιος ο Ιησούς τα απέδωσε στην ισχυρή πίστη των θεραπευμένων και όχι σε μια δική Του δύναμη. Η πίστη σου σέσωκέ σε, είπε στον τυφλό της Ιεριχούς. Ωστόσο, μπορεί η ‘τυφλή’ και άνευ όρων πίστη στον Θεό, όπως την εννοεί το δόγμα της θρησκεία μας, να μην γαληνεύει αρκετά την ανθρώπινη ψυχή και να μην προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στις αρρώστιες ή να ικανοποιεί θεμιτές προσδοκίες. Κι αυτό, γιατί σύμφωνα με την δογματική αντίληψη της θρησκείας μας, η πίστη των ανθρώπων δεν είναι επαρκής. Κάτι που επεσήμανε και ο ίδιος ο Ιησούς στον δαιμονιζόμενο νέο, πως δεν μπορούσε ο ίδιος να τον θεραπεύσει, γιατί εκείνος δεν διέθετε αρκετή πίστη. Κλονίζεται έτσι η πίστη μας;
Στον Θεό όχι, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να κλονίζεται. Δεν είναι υποχρέωση του Θεού να λύνει τα καθημερινά μας προβλήματα. Τον ρόλο αυτόν αλλά και την γνώση, για να μιλάμε με καθαρά θρησκευτικούς όρους, ο Θεός, τα έχει αναθέσει στους επιστήμονες στους οποίους μας …παραπέμπει. Κάτι στο οποίο δυστυχώς πολλές φορές η Εκκλησία αντιδρά, θεωρώντας πως η πίστη των πιστών είναι από μόνη της αρκετή να τους προφυλάξει ακόμη και από μια σοβαρή επιδημία, εκθέτοντάς τους σε κινδύνους όπως της μαζικής προσέλευσης στους ναούς ή της Θείας Κοινωνίας, κλονίζοντας έτσι εκ των έσω την πίστη των πιστών.
Η προσφυγή στην επιστήμη της Ιατρικής και της ψυχολογίας για βοήθεια, δεν ακυρώνει της αξία της πίστης μας στον Θεό. Πόσο ήταν το μέγεθος της πίστης που έπρεπε να έχει τότε ο τυφλός της Ιεριχούς ή ο δαιμονιζόμενος νέος, για να μπορεί να τους γιατρέψει από μόνος του ο Ιησούς δεν γνωρίζουμε. Πιστόμετρο δεν υπήρχε ούτε τότε. Σίγουρα όμως, αν υπήρχε, τότε οφθαλμίατρος και ψυχίατρος εκεί θα τους παρέπεμπε. Στην εποχή μας, πόση πίστη στον Θεό χρειάζεται για να δούμε χειροπιαστά τα αποτελέσματα της; Ούτε και τώρα έχουμε πιστόμετρο, όπως μας διαβεβαίωσε ο Αρχιεπίσκοπος. Όμως η θρησκευτική πίστη στον βαθμό που είναι ειλικρινής, σε συνδυασμό πάντα με την προσφορά της Ιατρικής και της Ψυχολογίας, μπορεί να επιφέρει στην ψυχική και την σωματική μας υγεία μικρά θαύματα ή και …μεγαλύτερα. Και οι δύο αυτές επιστήμες, το επιβεβαιώνουν ανεπιφύλακτα.