Η Μαρίνα Ψάλτη αναφέρθηκε στις δύσκολες τελευταίες ημέρες που πέρασε ο σύζυγός της, Γιάννης Φέρτης, ο οποίος έπασχε από Αλτσχάιμερ και την ανακούφιση που ένιωσε όταν έφυγε από τη ζωή. Ο Γιάννης Φέρτης πέθανε στις 14 Απριλίου του τρέχοντος έτους σε ηλικία 86 ετών. Χαρακτηριστικά, μιλώντας στο «Στούντιο 4», είπε: «Ο θάνατος του Γιάννη Φέρτη ήταν μία φρικτή ανακούφιση. Γενικά είμαι ειλικρινής και μέχρι τώρα δεν βγήκα να μιλήσω, παρότι το ήθελαν διάφοροι άνθρωποι, γιατί είμαι από αυτούς που λένε ότι δεν είναι όλα για πούλημα. Δεν θα το έκανα ποτέ όσο ζούσε ο Γιάννης. Είναι κι ένας τρόπος να το ξορκίσω, να το αρθρώσω, να τελειώνει».
Οι γυναίκες της ζωής του Γιάννη Φέρτη και οι θυελλώδεις έρωτες
Όλα όσα αποκάλυψε η Ξένια Καλογεροπούλου για τον Γιάννη Φέρτη – «Είχα πολλές αποβολές»
Η μητέρα της ηθοποιού πέθανε επίσης από Αλτσχάιμερ, αλλά για την ίδια δεν ήταν το ίδιο, όπως το να χάσει τον σύζυγό της. «Ήταν μία τελείως διαφορετική κατάσταση ο θάνατος της μητέρας μου, στη συνείδησή μας ο γονιός ξέρουμε ότι θα “φύγει”, και ας ήταν τρία χρόνια ο Γιάννης μικρότερος από τους γονείς μου, ήταν σχεδόν συνομήλικοι. Αλλά, επειδή ήταν σύντροφός μου, δεν τον έβλεπα ποτέ σαν έναν γέρο που θα “φύγει”. Ενώ με τους γονείς μου έλεγα ότι κάποια στιγμή θα φύγουν, ήμουν πιο εξοικειωμένη, όχι ότι μου ήρθε εύκολο, γιατί είχα στενή και πολύ βαθιά σχέση με τη μαμά μου», ανέφερε η Μαρίνα Ψάλτη.
Στη συνέχεια, περιέγραψε τις στιγμές που πέρασε στο νοσοκομείο στο πλευρό του συζύγου της: «Το σπίτι είναι άδειο και αυτό με πονάει πολύ. Όταν κάποια στιγμή αρρώστησε και έπρεπε να νοσηλευτεί, και ήμασταν ενάμιση μήνα στο νοσοκομείο, υπήρχαν στιγμές που λύγιζα. Έμενα 17 ώρες στο νοσοκομείο και μία τραπεζοκόμος μου έφερνε κάθε βράδυ δύο μπουκαλάκια νερό. Αυτό με τσάκιζε, μου έφερνε ένα σταυρουδάκι. Υπήρχαν άνθρωποι που μου πρόσφεραν τόση αγάπη, χωρίς να περιμένουν κάτι από μένα».
Η Μαρίνα Ψάλτη κατέληξε ότι βλέποντάς τον να ταλαιπωρείται τόσο πολύ, αποδέχτηκε το γεγονός ότι έπρεπε πλέον να φύγει από τη ζωή: «Εκεί, λοιπόν, στο νοσοκομείο που τον έβλεπα ότι είναι στα πολύ δύσκολα, είπα κάποια στιγμή: “Πρέπει να φύγει, δεν είναι αυτό ζωή, ούτε στον εχθρό μου”. Αλλά, το πίστευα και δεν το πίστευα, όταν έγινε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, σκεφτόμουν ότι δεν θα τον ξαναδώ, δεν θα τον ξανακούσω, στο χέρι μου έχω ακόμα την αφή του χεριού του. Αλλά αυτή δεν είναι ζωή για κανέναν. Είχα γίνει Κέρβερος, μία τρελή, για να προστατέψω την αξιοπρέπειά του. Δεν ήθελα να τον δουν, ήθελα να τον προστατέψω από την ανθρωποφαγία».