Η αρχή του τέλους για το κύκλωμα σήμανε στις 12 Απριλίου
Ξεπερνάει τις 700.000 ευρώ κατ’ έτος, που αναγκάζονταν να πληρώσουν στο κύκλωμα των επίορκων του Δήμου Αθηναίων και άλλων Δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτών, οι καταστηματάρχες της Αθήνας, που έπεφταν θύματα στυγνού εκβιασμού, για να μη βεβαιωθούν εξοντωτικά πρόστιμα για τις επιχειρήσεις τους!
Του Πέτρου Καρσιώτη
Οσο κι αν φαίνεται απίστευτο στην κορυφή της εγκληματικής οργάνωσης, βρισκόταν μία ιδιώτης, με άμεσο συνεργό τον γιο της και «φύλακα του θησαυροφυλακίου» την ίδια τη μητέρα της, η οποία έκρυβε τα χρήματα σε μπαούλα και άλλα έπιπλα! Είναι πράγματι απίστευτα τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι «αδιάφθοροι» της ΕΛ.ΑΣ, για τα πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», που μετείχαν στο κύκλωμα των επίορκων , το οποίο διέθετε εγκεφάλους, ταμίες, εισπράκτορες και οδηγούς!!!
Όλοι αυτοί κανόνιζαν τα ραντεβού με τους εκβιαζόμενους ιδιοκτήτες και «χτυπούσαν» σε αριθμό τραπεζοκαθισμάτων, κάπνισμα και πολεοδομικές παραβάσεις καθώς είχαν στο κύκλωμα κρατικούς υπαλλήλους όλων των ειδικοτήτων, που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες του Δήμου Αθηναίων ως και του τομέα Πολιτισμού! Τα ραντεβού για την είσπραξη του μαύρου χρήματος, διαρκούσαν με εντολή των κεφαλών… δευτερόλεπτα και λάμβαναν χώρα συνήθως σε εξωτερικούς χώρους, για να παρουσιάζονται σαν «τυχαίες συναντήσεις». Όταν, ωστόσο, γίνονταν στο εσωτερικό των καταστημάτων εστίασης κυρίως, επίορκοι και εκβιαζόμενοι κλείνονταν στις…τουαλέτες, μακριά από «αδιάκριτα» μάτια και αυτιά! Το επίσης απίστευτο, αλλά ενδεικτικό της κατάστασης ανομίας, που επικρατούσε, είναι το γεγονός ότι δεν πλησίαζαν τους υπό εκβίαση επιχειρηματίες μόνο τα μέλη του κυκλώματος των επίορκων, αλλά και κάποιοι καταστηματάρχες, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, πήγαιναν οι ίδιοι να προσφέρουν χρήματα για να μην υποστούν εξοντωτικούς ελέγχους!!!
Επτά άνδρες, επτά γυναίκες
Η συμμορία ήταν…μικρή. Επτά άνδρες και επτά γυναίκες. Σύνολο 14 άτομα. Κατηγορούνται για σωρεία παραβάσεων, που έχουν να κάνουν με τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και την ένταξη σε αυτή, ενώ αφορούν ακόμη σε δωροδοκία, πλαστογραφία, δωροληψία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και καθήκοντος κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, παραβίαση του νόμου περί όπλων και περί εξαρτησιογόνων ουσιών, ψευδείς βεβαιώσεις, συνέργεια σε δωροδοκία και σειρά άλλων αδικημάτων. Ανάμεσα στους 14 συλληφθέντες, είναι υπάλληλος της Διεύθυνσης Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Αθηναίων, υπάλληλος της Διεύθυνσης Δόμησης, υπαλληλος της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων, υπάλληλοι της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών, καθώς και υπάλληλος της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών.
Μία ιδιώτης η αρχηγός
Φαίνεται εξωπραγματικό αλλά αρχηγός της οργάνωσης φέρεται μία ιδιώτης, κάτοικος Αργυρούπολης και ένας κάτοικος Αθηνών. Η δικογραφία, που σχηματίστηκε, περιλαμβάνει και άλλους εννέα δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι βοηθούσαν την εγκληματική οργάνωση, χωρίς όμως να έχουν διαρκή συμμετοχή σε αυτήν και για τον λόγο αυτό δεν συνελήφθησαν, στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
Το email
Η αρχή του τέλους για το κύκλωμα σήμανε στις 12 Απριλίου. Τότε, έφθασε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων mail, που περιείχε ονόματα επίορκων και περιέγραφε τη δυσώδη κατάσταση που επικρατούσε. Συστάθηκε ειδική ομάδα των «αδιάφθορων», που έγινε η σκιά των υπόπτων τότε, ενώ συγχρόνως με άδεια εισαγγελέα προχώρησαν σε άρση απορρήτου επικοινωνιών.Ο Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας κατά της διαφθοράς, σαν σκιές ακολουθούσαν τους επίορκους στις «επισκέψεις» τους στα καταστήματα και αντιλαμβάνονταν όσα διαδραματίζονταν ακόμη και πίσω από τις κλειστές πόρτες των τουαλετών!
Αναφέρει η ΕΛ.ΑΣ:
«Ειδικότερα, τα διευθυντικά στελέχη της, προσέγγιζαν καταστηματάρχες κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία για την αποτροπή πρόκλησης βλάβης στην επιχείρησή τους, κυρίως μέσω της αποτροπής βεβαίωσης παραβάσεων από τους δημοσίους υπαλλήλους που ήταν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Για τον σκοπό αυτό, κατηύθυναν τους δημοσίους λειτουργούς να διενεργήσουν κατ’ εντολή τους στοχευμένους ελέγχους στα καταστήματά τους, προκειμένου να εξαναγκάσουν τους ιδιοκτήτες να ζητήσουν την προστασία της οργάνωσης. Επίσης, ορισμένοι ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και εν γένει κτιρίων, γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης και τις δυνατότητες της, επιδίωκαν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν τις «υπηρεσίες» της, προκειμένου είτε να αποφύγουν τη βεβαίωση παραβάσεων είτε να διευθετήσουν έτερα θέματα που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα δημοσιών υπηρεσιών και αφορούσαν στις επιχειρήσεις τους. Για την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους, υπηρετούντες σε Δημόσιες Υπηρεσίες επιφορτισμένες με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.), οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους».
Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι, λόγω της θέσης που κατείχαν στον δημόσιο τομέα, γνώριζαν και παρείχαν στα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης, πληροφορίες που αφορούσαν σε επικείμενους ελέγχους καταστημάτων και ακολούθως αυτοί ενημέρωναν τους καταστηματάρχες-πελάτες τους, ώστε να είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για τον έλεγχο, διορθώνοντας τυχόν συνήθεις παραβάσεις τους (τραπεζοκαθίσματα, κάπνισμα, μουσική κ.λπ.). Επίσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά, προκειμένου να μην βεβαιώνουν διαπιστωθείσες παραβάσεις ή να τις θέτουν στο αρχείο ή να βεβαιώνουν ελαφρύτερες παραβάσεις από τις πραγματικές, καθώς επίσης και για να βεβαιώνουν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, προβαίνοντας καθ’ αυτό τον τρόπο στην παράνομη έκδοση αδειών και λοιπών εγγράφων που αφορούν στη λειτουργία των καταστημάτων. Πολλές φορές, για να εξυπηρετήσουν την οργάνωση, οι υπάλληλοι δεν μετέβαιναν για τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ενώ στη συνέχεια συνέτασσαν ψευδώς εκθέσεις ότι τους πραγματοποίησαν κανονικά.
Πώς εκφόβιζαν
Χαρακτηριστικό της απαξίας των υπαλλήλων για το λειτούργημα τους, είναι το γεγονός ότι λάμβαναν απευθείας εντολές από τα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης για τον στοχευμένο έλεγχο συγκεκριμένων καταστημάτων, ακόμα και για συγκεκριμένες παραβάσεις που θα έπρεπε να βεβαιώσουν κατά τον έλεγχό τους Η επιλογή αυτή γινόταν εσκεμμένα, προκειμένου να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους καταστηματάρχες να απευθυνθούν στην οργάνωση, καταβάλλοντας χρηματικά ποσά για την προστασία τους και τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και για την αποπληρωμή τυχόν χρωστούμενων ποσών στην οργάνωση. Σε περιπτώσεις που οι καταστηματάρχες δεν δέχονταν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους απειλούσαν ότι θα διενεργηθούν εκ νέου έλεγχοι στις επιχειρήσεις τους και θα τους βεβαιωθούν παραβάσεις, ενώ εάν και πάλι δεν ενέδιδαν στην απειλή, έδιναν τότε εντολή στους αρμόδιος υπαλλήλους-μέλη να προβούν, όπως προαναφέρθηκε, στους σχετικούς ελέγχους.
Επίσης, όταν υπάλληλοι που δεν συμμετείχαν στην οργάνωση, δημιουργούσαν προβλήματα, προβαίνοντας σε ενέργειες που ήταν σε βάρος των καταστημάτων που τελούσαν υπό την προστασία της, τα διευθυντικά στελέχη συζητούσαν σχετικά με το εάν εξυπηρετεί τους σκοπούς της οργάνωσης να τους αλλάξουν θέση στην Υπηρεσία τους».
Και φθάνουν στα χρηματικά ποσά που καταβάλονταν: «Αναφορικά με το ύψος των χρηματικών ποσών που κατέβαλαν οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων, αυτό το είχαν συμφωνήσει με τα διευθυντικά στελέχη, ανάλογα με το είδος του καταστήματος, τις παρελθοντικές παραβάσεις που είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του και κατ’ επέκταση τον βαθμό δυσκολίας για την οργάνωση να επιτύχει την αποτροπή βεβαίωσης παραβάσεων. Λάμβαναν μέτρα, ακόμη και για να μην καταλάβουν οι άλλοι καταστηματάρχες, ότι…χαρίζονται σε κάποιους. «Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι, όταν ενημέρωναν τους καταστηματάρχες για επικείμενους ελέγχους, τους καθοδηγούσαν να αφήσουν σκοπίμως να τους βεβαιωθεί κάποια αμελητέα παράβαση, ώστε να μην γίνει αντιληπτό από έτερους καταστηματάρχες και μη εμπλεκόμενους δημοσίους υπαλλήλους (ή αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης) ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με τον έλεγχο».
Τα οικονομικά:
«Αναφορικά με το οικονομικό όφελος που αποκόμιζε η εγκληματική οργάνωση και τον μετέπειτα διαμοιρασμό των παράνομων κερδών στα μέλη της, διακριβώθηκε ότι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος κατέβαλαν στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν από 6.000 έως και 16.000 ευρώ ανά έτος, ανάλογα με το είδος τους, εάν είχαν παρελθοντικές παραβάσεις, και εν γένει αναλόγως με τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε για την προστασία τους από τους επερχόμενους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών. Ακόμα, οι ιδιοκτήτες των περιπτέρων κατέβαλαν 1.500 ευρώ ανά έτος ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις όπου ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και λοιπών οικημάτων, είτε ολοκληρωμένων είτε υπό κατασκευή, από 1.000 έως και 35.000 ευρώ ανά περίπτωση παράνομης ενέργειας ή παράλειψης από τους δημοσίους υπαλλήλους – μελών της οργάνωσης (μη βεβαίωση παραβάσεων, σύνταξη ψευδών βεβαιώσεων, παράνομη αρχειοθέτηση εγγράφων, αθέμιτη επιρροή σε συμβούλια για την έκδοση αδειών)».
Οι “ταρίφες”
Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στη συνέχεια διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν ενδεικτικά τα κάτωθι ποσά για την παράνομη δράση τους:
➢ Υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας: από 3.000 έως και 6.000 ευρώ ανά κατάστημα, ανά έτος.
➢ Υπάλληλος Υπηρεσιών Δόμησης: από 1.000 έως και 2.500 ευρώ ανά περίπτωση.
➢ Υπάλληλοι Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου: από 250 έως και 2.000 ευρώ ανά περίπτωση.
➢ Υπάλληλοι Υπουργείου Πολιτισμού: από 6.000 έως και 10.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας της Υπηρεσίας, διακριβώθηκαν τουλάχιστον 47 περιπτώσεις (καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, περιπτέρων, ξενοδοχείων) που αναδεικνύουν την παράνομη δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης. Από το συλλεχθέν προανακριτικό υλικό εκτιμάται ότι το συνολικό όφελος της οργάνωσης ανά έτος ξεπερνά το χρηματικό ποσό των 700.000 ευρώ.
Η ανακοίνωση του Δήμου
Σε ανακοίνωση μετά την αποκάλυψη του κρούσματος διαφθοράς προχώρησε ο Δημος Αθηναίων, στην οποία, μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Αναφορικά με την εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν δημοτικοί υπάλληλοι, με δράση τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2023, ξεκαθαρίζουμε ότι η Δημοτική Αρχή του Δήμου Αθηναίων επιδεικνύει μηδενική ανοχή σε φαινόμενα διαφθοράς και στη δράση εγκληματικών κυκλωμάτων. Γι’ αυτό, όλο το προηγούμενο διάστημα συνεργάστηκε με τις αρμόδιες Αρχές και συνεχίζει να υποστηρίζει το έργο τους με όποιον τρόπο κρίνεται αναγκαίος για την ταχύτερη διαλεύκανση της υπόθεσης. Εξυπακούεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι τίθενται αμέσως σε αργία ενώ θα προχωρήσουν ταυτόχρονα όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου».