Τιμές υγρών καυσίμων Ελλάδα: «Τις πταίει» για τις υψηλές τιμές στα υγρά καύσιμα
Τα διυλιστήρια «φωτογραφίζει» ως τους κύριους υπαίτιους των υψηλών τιμών στα υγρά καύσιμα στη χώρα μας η Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΠΑΝΤ). Στην αυτεπάγγελτη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναφέρεται ότι στο στάδιο της διύλισης επικρατούν συνθήκες δυοπωλίου, με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Μάλιστα, από την ανάλυση των τιμών διύλισης προέκυψε ταύτιση (με οριακές διαφορές στις τιμές μεταξύ των δύο εταιρειών στο τέταρτο με πέμπτο δεκαδικό ψηφίο) και παράλληλη εξέλιξη των τιμών. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σημειώνει ότι οι δύο εταιρείες παρότι πραγματοποιούν σημαντικό μέρος των πωλήσεών τους σε χώρες του εξωτερικού, εντούτοις προκύπτει, εν γένει, για τα υγρά καύσιμα προϊόντα μεγαλύτερο ανά μονάδα έσοδο από εγχώριες πωλήσεις για την κάθε εταιρεία, σε σχέση με το αντίστοιχο μέσο έσοδο των εξαγωγών τους. Δηλαδή, πωλούν ακριβότερα τα καύσιμα στην Ελλάδα από ό,τι στις χώρες που εξάγουν. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα, η οποία υπερκαλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς, σε συνδυασμό και με τη συρρίκνωση του κλάδου (παγκοσμίως), διαχρονικά λειτουργούν ανασταλτικά για την είσοδο άλλων εταιρειών στον κλάδο.
Παράλληλα, υφίσταται και μια σειρά από εμπόδια εισόδου, όπως τα υψηλά απαιτούμενα και μη ανακτήσιμου κόστους κεφάλαια για τη δημιουργία των αναγκαίων παραγωγικών εγκαταστάσεων, τα μη προβλέψιμα περιθώρια κέρδους που χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη μεταβλητότητα, οι μελλοντικές προοπτικές περαιτέρω περιορισμού της εν λόγω αγοράς σε διεθνές επίπεδο, καθώς και εγχώριοι θεσμικοί παράγοντες, όπως οι προβλεπόμενες χρονοβόρες και απαιτητικές διαδικασίες αδειοδότησης και η υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας. Στο ίδιο μήκος κύματος επισημαίνει ότι οι εισαγωγές δεν φαίνεται να ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η ανάγκη τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας ενδέχεται να θέτει εμπόδια στις εισαγωγές για τις ανεξάρτητες εταιρείες εμπορίας. Οι εταιρείες ικανοποιούν τις ανάγκες τους μέσω συμβάσεων (συν) αποθήκευσης και εξυπηρέτησης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να μειώνει την ένταση ανταγωνισμού μεταξύ τους ή δημιουργεί bottlenecks, ιδίως σε περιοχές της νησιωτικής χώρας. Οι εισαγωγές θα μπορούσαν να συνιστούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας των εταιρειών εμπορίας, ασκώντας ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης.
Χονδρική εμπορία
Σε ό,τι αφορά το στάδιο της χονδρικής εμπορίας, σύμφωνα με την Επιτροπή η αγορά χαρακτηρίζεται από μέτριο προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης, όπου οι δραστηριοποιούμενες εταιρείες επιδιώκουν να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της προώθησης εναλλακτικών διαφοροποιημένων προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών, καθώς και της εν γένει αξιοποίησης του σήματος που εμπορεύονται. Οι πελάτες (πρατήρια λιανικής διάθεσης) δεν πραγματοποιούν απευθείας αγορές από τα διυλιστήρια ούτε και εισαγωγές, συνεπώς δεν έχουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας. Συνεπώς, η διαπραγματευτική δύναμη ανήκει στις εταιρείες της χονδρικής, οι οποίες με τη σειρά τους περιορίζονται από την έλλειψη εναλλακτικών πηγών προμήθειας στο στάδιο της διύλισης.
Ως εμπόδια εισόδου σημειώνονται ο υψηλός βαθμός καθετοποίησης σε συνδυασμό με τις οικονομίες κλίμακας και φάσματος, η συρρίκνωση του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς, η έντονη παραβατικότητα, οι δυσκολίες εισαγωγής πετρελαιοειδών από τις εταιρείες εμπορίας, λόγω του συστήματος τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας, και οι περιορισμοί που συνδέονται με την αδειοδότηση των αποθηκευτικών χώρων.
Αδυναμία άσκησης πίεσης
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η δυσκολία εξεύρεσης εναλλακτικής πηγής προμήθειας μέσω εισαγωγών έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία άσκησης πίεσης των εταιρειών εμπορίας προς τις εταιρείες διύλισης και συνεπώς τη δυνατότητα των τελευταίων να πωλούν τα προϊόντα τους σε αυξημένες τιμές, το οποίο συνιστά δομικό εμπόδιο εισόδου ή επέκτασης ανταγωνιστών των εταιρειών διύλισης ή έστω άσκησης πίεσης εκ μέρους των πελατών αυτών. Ως εκ τούτου, η αδυναμία εισαγωγών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην αδειοδότηση αποθηκευτικών χώρων, αλλά και του αυξημένου κόστους τήρησης αποθεμάτων συνιστούν παράγοντες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.