Μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να μειώσει τον χρόνο και το κόστος για τη διάγνωση της νευροεκφυλιστικής νόσου.
Η ανίχνευση της νόσου Αλτσχάιμερ δεν είναι πάντοτε απλή υπόθεση, καθώς και η διερεύνησή της μπορεί να είναι πολύπλοκη και η απαραίτητη τεχνολογία όχι πάντα διαθέσιμη. Κι αυτό γιατί παρόλο που οανθρώπινος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος ώστε να χάνει σταδιακά τη δύναμη και λειτουργικότητά του, δεν είναι πάντα εμφανές αν ή έκπτωση αυτή οφείλεται στη γήρανση ή σε παθολογικές καταστάσεις.
Στοχεύοντας στην απλοποίηση της διαδικασίας, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία έφεραν στο επίκεντρο μια διαθέσιμη αιματολογική εξέταση και έδειξαν πώς μπορεί να συνεπικουρήσει τις τρέχουσες διαγνωστικές μεθόδους, ιδίως σε περιπτώσεις αδυναμίας για δαπανηρές απεικονιστικές εξετάσεις ή λήψη νωτιαίου υγρού. Σύμφωνα με την επιστημονική δημοσιεύσή τους στο JAMA, το τεστ εξετάζει τις αναλογίες μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών πρωτεϊνών στο αίμα.
Τι γινόταν μέχρι τώρα
Μολονότι η νόσος Αλτσχάιμερ πατά στα γονίδια αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες, κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ όλων των ασθενών είναι η παρουσία συσσωματώσεων β-αμυλοειδούς και πρωτεΐνης tau, κύριοι μηχανισμοί ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ, που ευθύνονται για τη σταδιακή απώλεια βασικών νευρώνων. Αξονικές τομογραφίες συνδυαστικά με γνωστικά τεστ και αυτο-αναφορές συμπτωμάτων είναι τα βασικά εργαλεία των απλών γιατρών και ειδικών για να εκτιμήσουν ένας ασθενής πάσχει πιθανώς από νόσο Αλτσχάιμερ. Ωστόσο, η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη. «Η ακρίβεια των γιατρών της πρωτοβάθμιας φροντίδας στην αναγνώριση της νόσου Αλτσχάιμερ ήταν 61%, ενώ των ειδικών 73%» ανέφερε ο Sebastian Palmqvist, νευρολόγος από το Πανεπιστήμιο της Λουντ. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ποσοστά αυτά υπογραμμίζουν την έλλειψη καλών, οικονομικά αποδοτικών διαγνωστικών εργαλείων, ειδικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα, και φανερώνουν το περιθώριο για βελτίωση στη διάγνωση με την ένταξη αυτής της αιματολογικής εξέτασης στα συστήματα υγείας.
Η αναζήτηση παθολογικών πρωτεϊνών στο αίμα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών πρόσφατων ερευνών. Παρόμοιες εξετάσεις έχουν διεξαχθεί και σε δείγματα εγκεφαλονωτιαίου υγρού, πρόκειται ωστόσο για δαπανηρή και επώδυνη επεμβατική μέθοδο έναντι του αιματολογικού τεστ, το οποίο υπερτερεί και στο ότι απαιτεί λιγότερο χρόνο, ενώ μπορεί να διεξαχθεί σε μια απλή κλινική.
Ακρίβεια 90%
Για να επιβεβαιώσουν αν η εξέταση αίματος είναι εξίσου αξιόπιστη, ο Palmqvist και η ομάδα του συγκέντρωσαν 1.213 ασθενείς που αξιολογήθηκαν για νόσο Αλτσχάιμερ από τον οικογενειακό τους γιατρό ή έναν ειδικό στη Σουηδία, κάποια στιγμή μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Ιανουαρίου 2024.
Περίπου τα δύο τρίτα των ασθενών είχαν ταξινομηθεί είτε ως ασθενείς με γνωστική έκπτωση που είχαν αναφέρει οι ίδιοι είτε με ήπια γνωστική διαταραχή, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο είχε ήδη διαγνωστεί με άνοια βάσει ενός συνδυασμού κλινικών και γνωστικών τεστ. Εκτός από την εξέταση αίματος, οι περισσότεροι ασθενείς υποβλήθηκαν επίσης σε οσφυονωτιαία παρακέντηση για λήψη νωτιαίου υγρού. Οι μη επιλέξιμοι για παρακέντηση ασθενείς υποβλήθηκαν σε απεικόνιση PET με ραδιονουκλίδια, για να εκτιμηθούν οι μη φυσιολογικές συσσωρεύσεις πρωτεϊνών στον εγκέφαλο.
Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα, και οι δύο μορφές αξιολόγησης τα πήγαν εξίσου καλά, προβλέποντας τη νόσο Αλτσχάιμερ με ακρίβεια 90%. Η ευκολία μιας εξέτασης αίματος σημαίνει ότι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να λάβουν ακριβή διάγνωση νωρίτερα, επιτρέποντάς τους να λάβουν την υγειονομική περίθαλψη που χρειάζονται χωρίς καθυστέρηση. Η εξέταση, διαθέσιμη ήδη στις ΗΠΑ και οσονούπω σε επιπλέον χώρες, «θα χρησιμοποιηθεί αρχικά σε εξειδικευμένες κλινικές μνήμης κυρίως, και μπορεί να χρειαστούν περίπου ένα με δύο χρόνια για την εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών και εκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα» σχολίασε ο ερευνητής Oskar Hansson.