Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία, οι πρώτοι Έλληνες πήγαν στην Αυστραλία το 1829, ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες για έναν Υδραίο που πάτησε τις ακτές του Σίδνεϊ το 1802
Τουλάχιστον 195 χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που –σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία του αυστραλιανού κράτους– πάτησαν το πόδι τους για πρώτη φορά Έλληνες στην Αυστραλία. Πρόκειται για την άφιξη επτά βαρυποινιτών Ελλήνων ναυτικών στο Σίδνεϊ, στις 27 Αυγούστου 1829, οι οποίοι είχαν εξοριστεί μόνιμα στην Αυστραλία από τις βρετανικές Αρχές, καταδικασμένοι για πειρατεία. Ωστόσο, προφορικές παραδόσεις αναφέρουν ότι ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην Αυστραλία ήταν ο Υδραίος καπετάνιος Δαμιανός Γκίκας, ο οποίος είχε συλληφθεί άδικα, επίσης για πειρατεία, και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ το 1802. Η ιστορία αυτή όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν έχει βρεθεί, ακόμη τουλάχιστον, τίποτε σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.
Μια διαφορετική άποψη, επικαλούμενη ιστορικά ντοκουμέντα από εφημερίδες της εποχής, ανέφερε ότι ο πρώτος Έλληνας πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία το 1811. Λεγόταν Γεώργιος Μανουήλ ή Εμμανουήλ και απεβίωσε το 1878 σε ηλικία 101 ετών. Ο ίδιος έλεγε πως πολέμησε υπό τις διαταγές του λόρδου Νέλσον στη ναυμαχία του Νείλου (1 και 2 Αυγούστου 1798). Αναφέρεται επίσης, ότι το 1814 ο Έλληνας Γιώργος Παππάς βρέθηκε στην Αυστραλία ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού. Παντρεύτηκε μια αυτόχθονα Αυστραλή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ. Επιπλέον, υπάρχουν αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, οι οποίες αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρονται να έφτασαν στην Αυστραλία μεταξύ του 1803 και του 1820, εντούτοις τα επίσημα αρχεία της χώρας αναφέρουν ως πρώτες αφίξεις τους επτά εξόριστους ναυτικούς.
Πειρατές ή πατριώτες;
Ο αείμνηστος καθηγητής και ιστορικός Μιχάλης Τσούνης από την Αδελαΐδα είχε γράψει στην εφημερίδα Νέος Κόσμος ότι οι επτά Έλληνες ναυτικοί που εξορίστηκαν στην Αυστραλία το 1829 δεν ήταν πειρατές, αλλά «πατριώτες» που εμπόδιζαν τους Βρετανούς να προμηθεύουν τους Οθωμανούς με όπλα. Άλλωστε το 1827, όταν συνελήφθησαν οι επτά αυτοί ναυτικοί στη Μεσόγειο, συνεχιζόταν ο αγώνας των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού.
Σύμφωνα με τα αυστραλιανά αρχεία, οι Έλληνες που στάλθηκαν εξόριστοι το 1829 στην Αυστραλία ήταν το πλήρωμα της σκούνας «Ηρακλής», με πλοίαρχο τον Αθηναίο Αντώνη Μανώλη, και τους έξι νεαρούς ναυτικούς από την Ύδρα Δαμιανό Νίνη, Γκίκα Βούλγαρη, Γεώργιο Βασιλάκη, Κωνσταντίνο Στρόμπολη, Γεώργιο Λαρίτσο και Νικόλαο Παπανδρέα (αναφέρεται και ως Παπανδρέου). Είχαν «κουρσέψει» το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Άλκηστη», χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς, στις 29 Ιουλίου 1827 έξω από τη Μάλτα.
Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, καθώς πήραν μόνο κάποια είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και… πιπέρι. Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε βρετανικό πλοίο το οποίο εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης, οδηγώντας τους στη Μάλτα όπου και καταδικάστηκαν. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει και ο ιστορικός ερευνητής της ελληνικής παροικίας δρ Χρήστος Φίφης σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του Από τους καθ΄ημάς Αντίποδες – Όψεις της ιστορίας της ελληνοαυστραλιανής παροικίας, η άφιξη των επτά Ελλήνων ναυτικών βαρυποινιτών στο Σίδνεϊ, στις 27 Αυγούστου του 1829, είναι η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στην Αυστραλία. Όσον αφορά τις ιστορίες για κάποιες προγενέστερες παρουσίες, ο ιστορικός αναφέρει ότι παραμένουν ατεκμηρίωτες και επικαλείται την παρατήρηση του Hugh Gilchrist, σύμφωνα με την οποία οι ιστορίες αυτές «καλύπτονται από ομιχλώδεις φήμες και μύθους».
Χορήγηση αμνηστίας
Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, η νομιμότητα της δίκης των Ελλήνων ναυτικών και το μέγεθος της ποινής αμφισβητήθηκαν από την Ελλάδα, και με τις παροτρύνσεις των συγγενών ξεκίνησαν οι προσπάθειες επαναπατρισμού τους, μέσω της διπλωματικής οδού. Μετά από παραστάσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Αγγλία Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση προσωπικά, το 1836 τους χορηγήθηκε αμνηστία από το βρετανικό κράτος και η άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει το (αρκετά μεγάλο για την εποχή) ποσό των 4.921 δραχμών για την κάλυψη των εξόδων μεταφοράς τους.
Από τους επτά, οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης, αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ, και το 1854 –σε ηλικία 50 ετών– έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, στο Picton. Την ίδια επιλογή έκανε και ο Γκίκας Βούλγαρης και δεν το μετάνιωσε. Απέκτησε περιουσία και το 1861 έγινε Αυστραλός υπήκοος και άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ. Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτόριας
«Γενέθλια» είχε όμως αυτές τις ημέρες και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτόριας. Συγκεκριμένα, πριν από 127 χρόνια, τον Αύγουστο του 1897, 57 Έλληνες που ζούσαν στη Μελβούρνη, αποφάσισαν να ιδρύσουν την Ελληνική Κοινότητα. Τότε δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι ο οργανισμός αυτός θα εξελισσόταν στον ιστορικότερο και μαζικότερο ομογενειακό οργανισμό της Αυστραλίας με τον εντυπωσιακό πύργο του που δεσπόζει στο επιχειρηματικό κέντρο της πόλης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδρυτική συνέλευση της κοινότητας αποφασίστηκε στις 22 Αυγούστου 1897 και είναι γηραιότερη από την Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία.