Η τάση ενισχύεται συνεχώς ακόμη και σήμερα, με την έκρηξη στις τιμές των ενοικίων
Η εκτίναξη των ενοικίων και του κόστους ζωής ωθεί τους νέους της Ευρώπης να παραμένουν στο σπίτι των γονιών τους και αφού βρουν εργασία. Στην Ελλάδα είχαμε μία έκρηξη του φαινομένου της παραμονής των παιδιών με τους γονείς τους, ακόμη και αρκετά μετά που είχαν ξεκινήσει τον εργασιακό τους βίο, με την εφαρμογή των μνημονίων. Από τη μια η καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, από την άλλη η κατακρήμνιση των μισθών (που έχασαν 30% μέσα σε δύο χρόνια), ώθησαν εκατοντάδες χιλιάδες νέους να παραμείνουν στο σπίτι των γονιών τους, ακόμη και αν δούλευαν. Η τάση ενισχύεται συνεχώς ακόμη και σήμερα, με την έκρηξη στις τιμές των ενοικίων. Ωστόσο, πλέον η τάση είναι ραγδαία αυξητική και σε ολόκληρη την Ευρώπη! Αυξάνεται το ποσοστό των νέων στην Ευρώπη που, ενώ δουλεύουν, αναγκάζονται να ζουν με τους γονείς τους, λόγω των υψηλών ενοικίων και της στεγαστικής κρίσης. Η κατάσταση είναι πιο δραματική στην Ιρλανδία.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, τα οποία δημοσίευσε ο Guardian, το ποσοστό των εργαζομένων ηλικίας 25 με 34 στην Ευρώπη που ζουν ακόμα στο πατρικό τους αυξήθηκε από το 24% που ήταν το 2017 στο 27% το 2022. Στην Ιρλανδία, όπου τα ενοίκια έχουν διπλασιαστεί από το 2013, καταγράφεται αύξηση 13 ποσοστιαίων μονάδων, από το 27% στο 40%. Στα στοιχεία περιλαμβάνονται άτομα που δουλεύουν τόσο σε πλήρη όσο και σε μερική απασχόληση. Ανάμεσα στις άλλες χώρες που εμφάνισαν μεγάλη αύξηση στους εργαζόμενους νέους που ζουν ακόμα στο πατρικό τους είναι η Πορτογαλία (με αύξηση του ποσοστού από το 41% στο 52%) και η Ισπανία (από 35% στο 42%). Στη Γαλλία, το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε από το 10% στο 12%, στην Ιταλία έφτασε από το 41% στο 48% και στην Κροατία από το 58% στο 65%.
Σε έκθεση του Eurofound, του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, επισημαίνεται ότι η νεανική απασχόληση έχει ανακάμψει στα υψηλότερα επίπεδα από το 2007. Όμως η ανασφαλής εργασία παραμένει μια ανησυχία, ενώ η αύξηση του κόστους ζωής δημιουργεί εμπόδια για πολλούς. Άλλωστε, από το 2010 έως το 2022, οι τιμές των κατοικιών στην Ευρωζώνη εκτινάχθηκαν κατά 47%. «Οι νέοι που ζουν με τους γονείς τους είναι πιθανότερο να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη του κόστους ζωής τους και να μην μπορούν να πληρώσουν ξαφνικά έξοδα, κάτι που σημαίνει ότι όσοι προέρχονται από πιο φτωχά νοικοκυριά έχουν μικρότερες πιθανότητες να αφήσουν το πατρικό τους», διαπιστώνει η έρευνα.
Οι μισοί από τους νέους που ζουν με τους γονείς τους θα ήθελαν να μετακομίσουν μέσα σε έναν χρόνο, αλλά μόνο το 28% σχεδιάζει να το κάνει. Η αδυναμία τους να ζήσουν ανεξάρτητοι είναι πιθανό να έχει επιπτώσεις στην ευημερία τους, καθώς συνδέεται με μια αίσθηση κοινωνικού αποκλεισμού, όπως αναφέρει η έρευνα. Η μελέτη δείχνει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς στις νότιες και ανατολικές χώρες της Ε.Ε., τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι σε ηλικία 25-34 ετών ζουν στο πατρικό τους. Οι νέοι σε αυτές τις χώρες αντιμετωπίζουν οικονομική στενότητα, καθώς αυτό είναι κάτι που δηλώνει ότι βιώνει το 42% των ατόμων 15-29 ετών στη Βουλγαρία και το 72% στην Ελλάδα, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στο Λουξεμβούργο και την Ολλανδία είναι μόλις 6,3%.
«Πολλές προηγούμενες έρευνες έχουν βρει ότι σε αρκετές χώρες του Νότου και της ανατολικής Ευρώπης οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί, ενώ η κρατική στήριξη για τους νέους είναι σχετικά χαμηλή. Συγκριτικά, στις σκανδιναβικές χώρες είναι ο κανόνας να φεύγει κανείς από το πατρικό του σπίτι γύρω στην ηλικία των 18. Αυτό ενθαρρύνεται από τους γονείς και από το κράτος», λέει στον “Guardian” η Eszter Sándor, εκ των συντακτών της μελέτης. Στην Ιρλανδία έχει γίνει σύνηθες οι νέοι να ζουν με τους γονείς τους, είτε από ανάγκη ή στο πλαίσιο της απόφασης της οικογένειας να εξοικονομήσει χρήματα, για να τα δώσει ως προκαταβολή για την αγορά σπιτιού. Ενώ η παραμονή τους στο πατρικό δίνει σε κάποιους νέους μία οικονομική ασφάλεια, ειδικά εκείνοι που είναι άνω των 25 ετών και δουλεύουν νιώθουν έναν κοινωνικό αποκλεισμό και εμφανίζουν χειρότερη ψυχική υγεία, καθώς αισθάνονται ότι δεν έχουν ελευθερία και αυτονομία, όπως σημειώνει η Sándor.