Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ ήταν η κοπέλα με το κόκκινο σάλι. Ετρεχε τρομοκρατημένη να ξεφύγει από τους τρομοκράτες που χτύπησαν το φεστιβάλ Nova σφαγιάζοντας νεαρούς που διασκέδαζαν ανέμελοι. Η Vlada Patapov έγινε γνωστή ως η «κοπέλα με τα κόκκινα» αφού οι κάμερες την κατέγραψαν να φεύγει τρομοκρατημένη καθώς ένοπλοι της Χαμάς εισέβαλαν στο μουσικό φεστιβάλ Nova, σφάζοντας περισσότερους από 360 παρευρισκόμενους και παίρνοντας 40 άτομα ως ομήρους. Η μοίρα της παρέμεινε άγνωστη μετά το τρομακτικό στιγμιότυπο. Για εβδομάδες ο κόσμος αναρωτιόταν αν τα κατάφερε – αν ήταν ζωντανή ή νεκρή – μέχρι που εντοπίστηκε και έγινε γνωστή η ιστορία της σε αποκλειστικό δημοσίευμα της βρετανικής Daily Mail. Τώρα, ένα χρόνο μετά, η Ουκρανή, μητέρα ενός παιδιού, άφησε στην άκρη την προσωπική της θλίψη για να μιλήσει για τα γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή της για πάντα και τη στοιχειώνουν μέχρι σήμερα.
Μιλώντας στo βρετανικό μέσο ενημέρωσης, η κοπέλα δήλωσε: «Αν είχα μια ευχή, θα ήταν να ήξερα και να μπορούσα να είχα πει σε όλους στο φεστιβάλ μία ώρα πριν από την επίθεση της Χαμάς ότι κάτι θα συνέβαινε, τότε όλοι θα μπορούσαν να είχαν ξεφύγει. Εγώ επέζησα, αλλά άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί. Το σκέφτομαι αυτό. Βαραίνει το μυαλό μου. Ενα χρόνο μετά, είμαι ακόμα τραυματισμένη ψυχικά από αυτό που συνέβη. ‘Έχω κάνει ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική όπως και πολλοί άλλοι που ήταν εκεί και βρίσκω ότι το να μιλάω με ανθρώπους με βοηθάει να αντιμετωπίσω αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα», τόνισε. «Αλλά μερικές φορές σκέφτομαι ποιος μπορεί να με βοηθήσει όταν όλα αυτά συμβαίνουν ακόμα γύρω μας και ο φόβος είναι ακόμα εδώ και είναι ακόμα αληθινός».
H μάχη με το μετατραυματικό στρες
Η 26χρονη Vlada παλεύει με το μετατραυματικό στρες, ενώ αντιμετωπίζει τη συναισθηματική αναταραχή της ενοχής του επιζώντος. Εν τω μεταξύ, η επέτειος της σφαγής και η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην περιοχή που κλιμακώνεται ανεξέλεγκτα έχουν επιτείνει το τραύμα της. Τώρα η Vlada αποκάλυψε ότι το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί καθώς εκτυλισσόταν η φρίκη ήταν να μείνει ζωντανή για χάρη της τρίχρονης κόρης της. Είπε: «Όταν θυμάμαι εκείνη την ημέρα πριν από ένα χρόνο, όλα φαίνονται τόσο φρέσκα και το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή ήταν να μείνω ζωντανή για την κόρη μου Romi και ευχαριστώ γι’ αυτό κάθε μέρα». «Σύντομα θα γίνει τεσσάρων ετών και επί έναν χρόνο ζει τον πόλεμο. Είναι τρομερό για εμάς, αλλά πολλές χώρες δεν φαίνεται να αποδέχονται ή να κατανοούν αυτό που περνάμε». Η Vlada αποφάσισε να πάει στο φεστιβάλ μτην τελευταία στιγμή με τον φίλο της Matan και μια φίλη της που ονομάζεται Mai. Οταν έγινε η επίθεση χάθηκε με τον Matan και είδε φίλους της να τραυματίζονται και να σκοτώνονται από τους πυροβολισμούς, καθώς ένοπλοι έριχναν αδιακρίτως σφαίρες στο πλήθος. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν 24 ώρες προτού μπορέσει τελικά να αγκαλιάσει τη Romi, την ηλικίας τότε τριών ετών κόρη της, στην ασφάλεια του σπιτιού της.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους τρομοκράτες να νικήσουν»
Είπε ότι έχει δημιουργήσει στενό δεσμό με εκείνους που βοήθησαν να σωθεί η ζωή της, αλλά σκοπεύει να γιορτάσει την επέτειο ήσυχα στο σπίτι με την οικογένειά της. Η Vlada δήλωσε: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους τρομοκράτες να νικήσουν. Δεν μπορούμε να είμαστε αδύναμοι – πρέπει να παραμείνουμε δυνατοί για το Ισραήλ και για τους ομήρους που βρίσκονται ακόμη στη Γάζα. Αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο τρομακτικά εδώ αυτή τη στιγμή για εμάς, έχουμε ρουκέτες από τη Γάζα, ρουκέτες από το Λίβανο και τώρα ρουκέτες από το Ιράν, φαίνεται ότι δεν θα σταματήσουν ποτέ». Η Vlada δήλωσε: «Δεν έχω μιλήσει πραγματικά για το τι συνέβη σε κανέναν, εξακολουθεί να είναι πολύ οδυνηρό για μένα, έχω μοιραστεί με την οικογένειά μου τη φρίκη εκείνης της ημέρας και εξακολουθώ να ευχαριστώ τον Θεό κάθε πρωί που είμαι ακόμα ζωντανή».
Αφού έφτασαν στο χώρο του φεστιβάλ στο Re’im, η Valda, με τους φίλους της έστησαν τη σκηνή τους και πέρασαν το βράδυ συζητώντας. Ηταν μια ευκαιρία να χαλαρώσουν από μια πολυάσχολη εβδομάδα προετοιμασίας του γάμου τους. Είπε: «Το περίεργο είναι ότι δεν ήθελα να πάω στο φεστιβάλ. Ήταν κάτι της τελευταίας στιγμής …είχα την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν φύγαμε το απόγευμα της Παρασκευής». «Η Ρόμι ήταν τόσο ήσυχη, συνήθως είναι πάντα θορυβώδης, τρέχει και παίζει με τα παιχνίδια της, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν ακίνητη και είμαι σίγουρη ότι τώρα ήξερε ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε». Η Vlada είπε για το φεστιβάλ: «Θυμάμαι ότι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ παράξενη, οι άνθρωποι διασκέδαζαν και χόρευαν, αλλά για μένα δεν υπήρχε ενέργεια και δεν χόρευα τόσο πολύ όσο συνήθως όταν πηγαίνω σε αυτά τα φεστιβάλ. Σκέφτηκα τότε ότι ήταν περίεργο να γίνεται ένα φεστιβάλ τόσο κοντά στα σύνορα με τη Γάζα και να έρχονται ρουκέτες κάθε τόσο, αλλά σκέφτηκα ότι οι διοργανωτές πρέπει να πιστεύουν ότι είναι ασφαλές, αλλιώς δεν θα το διοργάνωναν».
Young Israelis keep amazing me with their bravery. (They shame their Western peers.)
Vlada Patapov became an icon by being in the foreground of a clip of stampeding revelers as Hamas barbarians closed in.
“I am just happy that this symbolic picture is of a girl that survived.” pic.twitter.com/fBsjJqE0Ji
— Saul Sadka (@Saul_Sadka) April 3, 2024
Όλα άλλαξαν σε μια στιγμή
Στις 3 τα ξημερώματα ξάπλωσε σε ένα στρώμα για να κοιμηθεί, αλλά ξύπνησε στις 6.30 π.μ. όταν ενεργοποιήθηκε η εφαρμογή συναγερμού αεροπορικής επιδρομής στο τηλέφωνό της. Είπε: «Άκουσα πυροβολισμούς. Ήταν δυνατά και πολύ κοντά μας. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ήξερα τι συνέβαινε και τότε ο Matan απλά φώναξε ότι έπρεπε να τρέξουμε στο αυτοκίνητο». «Οι πύραυλοι άρχισαν να πέφτουν και επικρατούσε χαμός, ο εκφωνητής είπε να φύγουν όλοι και οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς τα αυτοκίνητά τους. Νομίζω ότι στην αρχή ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες επιθέσεις με ρουκέτες από τη Γάζα και μόνο αργότερα, όταν κοιτάξαμε τα τηλέφωνά μας, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν μια κανονική εισβολή και ότι αυτοί οι τρομοκράτες ήθελαν να μας σκοτώσουν. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί, ακόμα και τώρα, ήταν απλά ένα μουσικό φεστιβάλ, ήταν ειρηνικό, ο κόσμος χόρευε και ήρθαν και δολοφόνησαν ανθρώπους, μερικούς από τους φίλους μου, για ποιο λόγο;».
Τρέχοντας προς το αυτοκίνητό τους οι τρεις φίλοι μπήκαν μέσα και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, αλλά ο δρόμος είχε φρακάρει. Η Vlada είπε: «Όλοι κόρναραν, εγώ ήμουν στη θέση του συνοδηγού, ο Matan οδηγούσε, η Mai ήταν στο πίσω μέρος και τότε είδαμε μπροστά μας έναν άνδρα ντυμένο με στρατιωτική στολή». «Νομίζαμε ότι ήταν ένας Ισραηλινός στρατιώτης και ότι θα ήμασταν εντάξει, τότε ένας τύπος λίγα αυτοκίνητα πιο μπροστά βγήκε έξω και ο στρατιώτης, που τώρα ξέρω ότι ήταν τρομοκράτης, τον πυροβόλησε. Σκύψαμε όλοι χαμηλά και οι σφαίρες άρχισαν να χτυπούν τα αυτοκίνητα γύρω μας, αλλά, δεν ξέρω πώς, εμείς δεν φαίνεται να χτυπηθήκαμε, και ο Matan κατάφερε να κάνει όπισθεν για να προσπαθήσουμε να βγούμε από την άλλη πλευρά».
«Επικρατούσε χάος, υπήρχαν παντού εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και καταφέραμε να φτάσουμε σε ένα καταφύγιο κατά μήκος του δρόμου, όπου ένας αστυνομικός μας φώναξε να συνεχίσουμε να οδηγούμε ανατολικά αν θέλαμε να μείνουμε ζωντανοί. Μετά είδαμε τρομοκράτες με αυτοκίνητα, μηχανές και φορτηγά να κατευθύνονται προς το μέρος μας πυροβολώντας, οπότε προσπαθήσαμε να περάσουμε απέναντι από το χωράφι αλλά κολλήσαμε και έτσι όλοι βγήκαμε έξω από το αυτοκίνητο και αρχίσαμε να τρέχουμε για να σωθούμε. Κάπου εκεί χωρίστηκα από τον Matan και δεν ήξερα πού βρισκόταν. ‘Άρχισα να τρέχω με την Mai και φτάσαμε σε κάποια δέντρα και κλαίγαμε και οι δύο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε ή πού να πάμε και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η Romi. Έβλεπα συνέχεια το πρόσωπό της και έλεγα ότι κάποιος πρέπει να επιβιώσει γι’ αυτήν».
«Έτσι αρχίσαμε να τρέχουμε ξανά, και τότε είναι που με βλέπετε στο βίντεο να μπαίνω στο αυτοκίνητο του αγγέλου μου, ενός άνδρα που ονομάζεται Yosef Ben Avu. Σταμάτησε και μας είπε να μπούμε μέσα και το κάναμε. ‘Ήμασταν οκτώ άτομα στο αυτοκίνητο, ήταν ένα Kia Picanto και ήμασταν όλοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τηλεφώνησα στον Matan και του είπα ότι ήμουν καλά και μου είπε ότι τον είχαν μαζέψει και αυτόν και ότι ήταν ασφαλής». Η Vlada και η Mai κατάφεραν τελικά να φτάσουν στην ασφάλεια μιας στρατιωτικής βάσης στο Tze’elim, ενώ ο Matan πήγε σε μια βάση 20 λεπτά μακριά, στο Orim. «Το μεγαλύτερο μέρος ήταν η αναμονή στη βάση πριν με παραλάβουν για να πάω σπίτι και να δω τη Romi, όπου της έδωσα τη μεγαλύτερη αγκαλιά που είχα δώσει ποτέ», είπε συγκλονισμένη η νεαρή μητέρα, μία από αυτούς που επέζησαν της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου.