Πράξεις ή παραλείψεις διαδικασιών που έπρεπε να ακολουθηθούν βάσει του Νόμου, διευκολύνσεις και εκβιάσεις επιχειρηματιών να καταβάλουν μεγάλα ποσά ήταν στο «μενού» της εγκληματικής οργάνωσης που δρούσε, σύμφωνα με τους «αδιάφθορους», στους κόλπους της ΔΥΟ Κέρκυρας.
Του Πέτρου Καρσιώτη
Σύμφωνα και με την επίσημη ενημέρωση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, η οργάνωση που εξαρθρώθηκε αποτελείτο από εφοριακούς υπαλλήλους και λογιστή, «που δραστηριοποιούνταν σε διευκολύνσεις, πράξεις ή παραλείψεις διαδικασιών, εφοριακής αρμοδιότητας, καθώς και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, προκειμένου να λαμβάνουν παράνομα χρηματικά ποσά». Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε αστυνομική επιχείρηση, στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθησαν συνολικά 5 μέλη της, εκ των οποίων 4 υπάλληλοι- ο ένας ανώτερο στέλεχος- και ένας ιδιώτης λογιστής, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 4 άτομα. Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία -κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, συνέργεια σε δωροληψία, παράβαση καθήκοντος και εκβίαση κατά συναυτουργία.
Η καταγγελία επιχειρηματία
«Προηγήθηκε καταγγελία», πληροφορούν οι «αδιάφθοροι» της ΕΛ.ΑΣ, «που αφορούσε την παράνομη δράση δύο υπαλλήλων Δ.Ο.Υ., οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν από επιχειρηματία το χρηματικό ποσό των 60.000 ευρώ, προκειμένου να τακτοποιήσουν εκκρεμή υπόθεσή του.
Με την ΑΑΔΕ
Στο πλαίσιο της έρευνας, κατά την οποία αξιοποιήθηκαν ειδικές ανακριτικές τεχνικές και στοιχεία που προέκυψαν από την αξιολόγηση και ανάλυση πληροφοριακών και προανακριτικών δεδομένων, με τη συνδρομή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, προέκυψε η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, με συνεχή δράση, συγκεκριμένη δομή και διακριτούς ρόλους, στην οποία συμμετείχαν υπάλληλοι Δ.Ο.Υ. νησιωτικής περιοχής και ιδιώτης λογιστής». Στη συνέχεια, αναλύονται μία προς μία οι παράνομες πράξεις η οι…μη οφειλόμενες κατά Νόμο, πράξεις (!) των εμπλεκομένων και οι ακριβείς ρόλοι τους.
«Τουλάχιστον από το Μάιο του 2024», αναφέρεται «τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης προέβαιναν σε διευκολύνσεις, παραλείψεις ή πράξεις διαδικασιών εφοριακής αρμοδιότητας που αντίκειται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ως υπάλληλοι, καθώς και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, όπου εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν χρηματικά ποσά ως αντίτιμο, ώστε να διεκπεραιωθούν φορολογικές τους εκκρεμότητες.
Μέσω του λογιστή
Η απαίτηση των χρημάτων γινόταν, κατά κύριο λόγο, μέσω ιδιώτη – λογιστή, μέλους της οργάνωσης, προκειμένου να μην έχουν άμεση επαφή τα μέλη – υπάλληλοι με τα θύματά τους, ενώ παράλληλα φρόντιζαν να λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης τόσο κατά τη δράση τους όσο και κατά τις μεταξύ τους επικοινωνίες.
Ο εφοριακός “αρχηγός”
Όπως προέκυψε, ο αρχηγός της οργάνωσης, ήταν υπεύθυνος για τον συντονισμό, τη λήψη και τη διανομή στα υπόλοιπα μέλη των χρηματικών ποσών, ενώ δεν δίσταζε να απειλεί υπαλλήλους και λογιστές που τυχόν θα διέρρεαν τη δραστηριότητα της οργάνωσης. Παράλληλα, εξασφάλιζε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με μεθόδους αντιπαρακολούθησης προκείμενου τα επιχειρησιακά μέλη της οργάνωσης να αισθάνονται ακαταδίωκτα, κατά τους -κατ’ εντολή του- στοχευμένους ελέγχους που πραγματοποιούσαν».
Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους εφοριακούς που εμπλέκονται υπογραμμίζεται ότι: «Οι λοιποί εφοριακοί υπάλληλοι, ήταν απαραίτητοι για τη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς, λόγω των καθηκόντων τους, είτε ασκούσαν άμεση εποπτεία και έλεγχο στους λοιπούς υπαλλήλους, καθορίζοντας έτσι την ταχύτητα και τον τρόπο διεκπεραίωσης των υποθέσεων, ή διενεργούσαν επιτόπιους ελέγχους επιχειρήσεων κατόπιν εντολής του αρχηγικού μέλους».
Ο λογιστής
Τέλος, ο λογιστής, λένε οι αστυνομικοί, «ήταν ενδιάμεσος μεταξύ των υπαλλήλων και των φορολογούμενων, επιφορτισμένος με την άμεση επαφή και επικοινωνία μεταξύ ελεγκτικής Αρχής και ελεγχόμενων. Επίσης, σύμφωνα με τον ρόλο του, παραλάμβανε και παρέδιδε χρηματικά ποσά από τους φορολογούμενους προς τους υπαλλήλους, εξασφαλίζοντας και οι ίδιος προνομιακή μεταχείριση των πελατών του από την Δ.Ο.Υ.». Από τις έρευνες, που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, οχήματα, λοιπούς χώρους καθώς και από την κατοχή των κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 42.480 ευρώ συνολικά, 1.770- δολάρια, κινητά τηλέφωνα, ατζέντα και φορολογικά έγγραφα.
Μέχρι στιγμής έχει διακριβωθεί ότι, από τα τέλη Μαΐου 2024, η εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε 8 περιπτώσεις, ενώ διαπιστώθηκε ότι τα μέλη της απαίτησαν συνολικά, τουλάχιστον, το χρηματικό ποσό των 183.000 ευρώ και κατάφεραν να λάβουν, τουλάχιστον, το χρηματικό ποσό των 38.000 ευρώ.