"Δεν ξέρω πόσος χρόνος μου απομένει"
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Μη φοβάστε τόσο πολύ τον θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή.
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Γερμανός συγγραφέας
“Δεν ξέρω πόσος χρόνος μου απομένει”, εξομολογήθηκε ο 77χρονος μύθος Έλτον Τζoν μέσα απ’ το ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στην λαμπρή σταδιοδρομία του και που κυκλοφορεί εδώ και κάποιες μέρες, αφήνοντας να εννοηθεί πως ο φόβος του θανάτου είναι ένα από αυτά που τον βασανίζουν. Και συνέχισε, μιλώντας σε δεύτερο πρόσωπο αυτή τη φορά: ‘Το σκέφτεσαι αυτό όταν φτάσεις στην ηλικία μου, σκέφτεσαι την ζωή και τον θάνατο…”. Ο λόγος για τον οποίο κάποιοι, ενώ αναφέρονται σε πρώτο πρόσωπο για κάποιο προσωπικό τους πρόβλημα που αμαυρώνει την εικόνα τους και ξαφνικά συνεχίζουν να μιλάνε σε δεύτερο πρόσωπο ή ακόμα και σε τρίτο, είναι ότι αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό του αλλά και δικό σου και όλων των ανθρώπων.
Όμως το συγκεκριμένο, ο φόβος του θανάτου, που με τόση ειλικρίνεια εξομολογείται ο Έλτον Τζον, δεν είναι όλων των ανθρώπων. Πολλές φορές μάλιστα όπως σε μια συνέντευξή του σε ανάλογη ερώτηση είχε απαντήσει ο σπουδαίος σκηνοθέτης των μιούζικαλ, Γιάννης Δαλιανίδης πως στις μεγάλες ηλικίες, πολλοί είναι εκείνοι που, όχι μόνο δεν φοβούνται τον θάνατο αλλά, σχεδόν τον επιθυμούν…τον προσδοκούν. Είτε ως μία λύτρωση, είτε ως μια “μετάβαση” σε έναν άλλο άγνωστο καλύτερο κόσμο “ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός”, που ίσως δικαιώνει και τις προσδοκίες που καλλιεργούν στους πιστούς τους πολλές θρησκείες του κόσμου, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας. Προσδοκίες που η ελάχιστη προσφορά, για εκατομμύρια ανθρώπους, είναι μια σταθερή εσωτερική γαλήνη και η μεγαλύτερη η επαλήθευσή της στην …άλλη ζωή.
Πώς θα ήταν όμως αν η Ζωή, το Υπέρτατο Ον, ο Δημιουργός εν τέλει, ενέδιδαν στις ενδόμυχες επιθυμίες μας και για να μας απαλλάξουν από τον φόβο του θανάτου, μας έκαναν αθάνατους; Και οι άνθρωποι συνέχιζαν να αναπαράγονται χωρίς κανείς να πεθαίνει ποτέ; Πιστεύω πως αν κάποιος προσπαθήσει να περιγράψει μια τέτοια εξέλιξη, κάτι που δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία, τότε η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με…παιδική χαρά. Κι αν μπορούσαμε να έχουμε κάποιες εικόνες από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τότε ο φόβος να ζήσει κάποιος σε μια τέτοια κοινωνία ανθρώπων θα ήταν μεγαλύτερος απ’ τον φόβο του θανάτου.
Ωστόσο πριν φτάσει κάποιος στο λυκόφως της ζωής του και τον καταδιώκει η αγωνία του θανάτου, μια αποτελεσματική συνήθεια που θα τον κάνει να συμφιλιωθεί μαζί του είναι από μια ηλικία που γεννώνται υπαρξιακά ερωτήματα, να επισκέπτεται κατά καιρούς κάποιο κοιμητήριο όπου υπάρχουν και δικοί του άνθρωποι… Μόνος του… Και να κοιτάζει στα μάτια αυτούς που αναπαύονται εκεί. Τα συναισθήματα που βιώνει κάποιος από αυτήν την επικοινωνία δεν μπορούν να εκφραστούν, να αποδοθούν, να καταγραφούν. Κυρίως όταν αυτή η “επικοινωνία” γίνεται με νέα παιδιά που “αναπαύονται” ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Κι αν κάποιο από αυτά τα νέα παιδιά είναι ένα δικό τους αγαπημένο πρόσωπο, τότε όχι μόνο σιγά σιγά ο επισκέπτης λυτρώνεται απ’ τον φόβο του θανάτου, αλλά κάποιες φορές νιώθει στο βάθος της ψυχής του και κάποιες ενοχές που αυτός ακόμα ζει. Αυτή η σπαρακτική φράση της Καίτης Φίνου για τις δύο αδερφές της που έφυγαν απ’ την ζωή… “Γιατί να ζήσω εγώ, που δεν έχω κανέναν στην ζωή…και να φύγετε εσείς;”.
Ο δεύτερος προβληματισμός στον οποίο αναφέρθηκε ο Έλτον Τζον, κοιτάζοντας τα υπάρχοντά του, είναι τι θα συμβεί σε όλα αυτά όταν εκείνος τελειώσει, ποιος θα τα διαχειριστεί. Με λίγα λόγια, αυτοί που θα τα κληρονομήσουν, αν υπάρχουν τέτοιοι, θα μπορέσουν να τα διαχειριστούν σωστά;. Κι εδώ ο προβληματισμός αυτός, πράγματι, απασχολεί σχεδόν όλους όσους έχουν φτάσει στην ηλικία του τραγουδιστή κι αναρωτιούνται κι εκείνοι, πόσος χρόνος τους έχει απομείνει κι αφήνουν πίσω τους κάτι λίγο ή πολύ σημαντικό που απόκτησαν στην ζωή τους. Και μπορεί στο υπαρξιακό ερώτημα απάντηση να μην υπάρχει., στο δεύτερο όμως πρακτικό ερώτημα και του Τζον και πολλών από εμάς υπάρχει.
Όμως μόνο ως πρόληψη, να μην φτάσει κάποιος σε τέτοιο προβληματισμό στο τέλος της ζωής του. “Μην θησαυρίζετε θησαυρούς για τον εαυτό σας επί της γής, όπου η σκουριά και η φθορά τους καταστρέφουν κι όπου οι κλέφτες κάνουν διάρρηξη και τους κλέβουν” (Ματθ στ’ 14-21), μας αποτρέπει ο Ιησούς. Αλλά και οι αρχαίοι πρόγονοι μας εφιστούσαν την προσοχή για τις δυσάρεστες επιπτώσεις που μπορεί να μας επιφυλάσσει η αλόγιστη απόκτηση πλούτου στην τελευταία πράξη της ζωής μας. “Το φυλάττειν τ’ αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι”, επισημαίνουν.
Γιατί πάντα κάποιες συγκυρίες βοηθούν στην απόκτηση πλούτου όμως η διατήρησή του και η συντήρησή του είναι ένα πρόβλημα που ορθώνεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή στο λυκόφως της ζωής του ανθρώπου. Πολλοί είναι σήμερα που αποποιούνται σημαντικές κληρονομιές ακριβώς επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν ή δεν έχουν διάθεση να τις συντηρήσουν. Και η απάντηση σε αυτόν τον δεύτερο προβληματισμό του Έλτον Τζον, που δεν απευθύνεται φυσικά στον ίδιο αλλά και στους επίδοξους μιμητές του, της δικής μας κοινωνίας, είναι μία: Να αντιστεκόμαστε στις προκλήσεις των καιρών για όλο και περισσότερη συσσώρευση αγαθών και πλούτου, ελπίζοντας πως έτσι θα εξασφαλίσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Γιατί τελικά η ποιότητα ζωής είναι μάλλον αντιστρόφως ανάλογη με το επίπεδο ζωής.