Η έκθεση που διοργανώνεται από τον Δήμο Αθηναίων μέσω του ΟΠΑΝΔΑ παρουσιάζει την εικαστική πορεία που έχει διαγράψει ο καλλιτέχνης από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οποία τον κατατάσσει στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Η ζωγραφική του Φωκά ταλαντεύεται ανάμεσα στην ομιλία (επικοινωνία) και τη σιωπή, στην ένταση και την ηρεμία, στο ονειρικό και το πραγματικό, εντέλει ανάμεσα στην αναπαράσταση -στο αναγνωρίσιμο- και την αφαίρεση, καθότι τα έργα του δεν ήταν ποτέ παραστατικά, ούτε όμως και αμιγώς αφαιρετικά. Κατά βάθος, στο επίκεντρο της ζωγραφικής αυτής βρίσκονται ο άνθρωπος και τα ζητήματα που τον απασχολούν. Έργα όπως το Emerald Blue (2016) σχολιάζουν το οικολογικό και το μεταναστευτικό ζήτημα. Το Trophies (2015), όπου ο ζωγράφος αντιπαραθέτει στο κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή το κομμένο κεφάλι ενός αγριόχοιρου, αναφέρεται στους αποκεφαλισμούς του ISIS. Η ζωγραφική του Φωκά δεν είναι τόσο αφηρημένη όσο δείχνει. Παρότι συγκαταλέγεται στους αφαιρετικούς ζωγράφους, δεν έκοψε ποτέ τους δεσμούς με την πραγματικότητα. Τα έργα που φτιάχνει τη δεκαετία του ’80 μεταφέρουν την αίσθηση των τοίχων, τα ίχνη των γκραφίτι, αυτό που συμβαίνει στην πόλη. Είναι η εποχή που ο ζωγράφος ζει σχεδόν μόνιμα στο Παρίσι και φωτογραφίζει ανελλιπώς τους αφηγηματικούς τοίχους της Πόλης του Φωτός. Κολλημένα χαρτιά, κολλάζ, γάζες, σπρέι, γραφές, σχισίματα, γδαρσίματα, ύλες που κολλάει και μετά ξεκολλάει, συνθέτουν τη φυσιογνωμία αυτών των χειρονομιακών έργων.
Είναι η εποχή που δουλεύει πολύ με τα χέρια, ζωγραφίζοντας με τα δάχτυλα, πλάθοντας στον μουσαμά μικρές εκρήξεις. Ο πίνακας, συνήθως μεγάλων διαστάσεων, δεν έχει μια καθορισμένη θέση ή φορά: άλλοτε τον βάζει κάθετα κι άλλοτε οριζόντια, παίζοντας έτσι με τη γωνία θέασης. Αλλά το βασικό γνώρισμα αυτής της ζωγραφικής είναι η πολλαπλότητά της, το γεγονός ότι μέσα σε έναν πίνακα υπάρχουν πολλοί άλλοι. Αυτή η ιδιότητα -πολλοί πίνακες σε έναν- σου αποκαλύπτεται όταν απομονώσεις με το μάτι ή με την κάμερα λεπτομέρειες έργων του. Γενικά, ο ζωγράφος παίζει άλλοτε με το γήινο και άλλοτε με το ουράνιο, ενίοτε συνδυάζοντας και τα δύο. Το βέβαιο είναι πως ο άγριος εξπρεσιονισμός των έργων του της δεκαετίας του 1980 με την πάροδο των χρόνων εξημερώθηκε, έγινε πιο ήπιος, πιο στοχαστικός. Αλλά ο απώτερος στόχος του καλλιτέχνη παρέμεινε ο ίδιος: η επίμονη εξέταση του προβλήματος που λέγεται «ζωγραφική», η ανάλυση της εικόνας, της δομής, της επιφάνειας και της σύνθεσης. Αν η ζωγραφική έχει δέρμα -όπως υποστηρίζει ο Τεριάντ- τότε η ζωγραφική του Φωκά λειτουργεί σαν δεύτερο δέρμα. Είναι μια ζωγραφική που λαμβάνει υπόψη της την πρωτοπορία και ενδύεται τους τολμηρούς πειραματισμούς των μοντερνιστών και των μεταμοντερνιστών. Ο Φωκάς κλήθηκε να δημιουργήσει -να επέμβει χειρουργικά, με ανάγκη ανασύστασης και με μια σοβαρή πρόταση ανάπλασης- πάνω στο διαρρηγμένο δέρμα της ζωγραφικής, δεν φοβήθηκε να επωμιστεί το βάρος της κληρονομιάς των θρυλικών προκατόχων του και, το σημαντικότερο, κατάφερε να δώσει ευφάνταστες λύσεις στο αέναο ζωγραφικό «πρόβλημα».
Ο Γιάννης Φωκάς σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1973-78) στα εργαστήρια του Γιάννη Μόραλη και του Δημοσθένη Κοκκινίδη, και σκηνογραφία με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1979-83) στο εργαστήριο του Jacques Lagrange. Την περίοδο 1995-2018 διετέλεσε καθηγητής του Δʹ Εργαστηρίου Ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 25 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πλήθος ομαδικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα του βρίσκονται σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου στις 19:00.
Διάρκεια έκθεσης: 7 Νοεμβρίου 2024 – 5 Ιανουαρίου 2025
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Σάββατο 11:00-19:00, Κυριακή 10:00-16:00, Δευτέρα κλειστά
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Κτίριο Β
Λεωνίδου & Μυλλέρου, Πλ. Αυδή, Μεταξουργείο