Τραμπ - εκλογές ΗΠΑ 2024: Η ανάλυση του Economist
Από το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ κυριαρχεί στο χώρο της αμερικανικής Δεξιάς και πολλοί πολιτικοί παρατηρητές προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν πώς παρά τα σκάνδαλα και το χάος της πρώτης του θητείας, που κορυφώθηκε με την προσπάθειά του να γαντζωθεί στην εξουσία παρά την ήττα του στις εκλογές του 2020, σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί είναι έτοιμοι να τον ξαναστείλουν στον Λευκό Οίκο. Πέρα από τις υπεραπλουστευτικές εξηγήσεις περί ρατσισμού, ξενοφοβίας και μισογυνισμού των οπαδών του, που τροφοδοτεί ο Τραμπ με εξοργιστικές δηλώσεις, παραπληροφόρηση και ψέματα, ο Economist επιχειρεί μια πιο ψύχραιμη ανάλυση βάσει συμπερασμάτων πολιτικών επιστημόνων, οικονομολόγων και πολιτικών κοινωνιολόγων με τους πρώτους να υπογραμμίζουν τη σημασία των θεσμών, τους δεύτερους εκείνη των συνθηκών διαβίωσης και τους τελευταίους να δίνουν έμφαση στο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των ελίτ και του αυτοαποκαλούμενου «λαουτζίκου».
Το ιδιόμορφο αμερικανικό πολιτικό σύστημα ευνοεί τον Τραμπ
Σύμφωνα με την εξήγηση που δίνουν πολιτικοί επιστήμονες ο Τραμπ επωφελείται ή εκμεταλλεύεται έξυπνα το ιδιόμορφο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, που ενθαρρύνει το δικομματικό δίπολο. Με τις ανοικτές προκριματικές εκλογές τα μέλη των κομμάτων διαθέτουν μεγαλύτερη εξουσία από τις κομματικές ελίτ στην επιλογή του προεδρικού υποψηφίου, πράγμα που επέτρεψε στους θιασώτες του συνθήματος του Τραμπ «Να Ξανακάνουμε Μεγάλη την Αμερική» («Make America Great Again»), να πάρουν υπό τον έλεγχό τους τον μηχανισμό ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων, των Ρεπουμπλικανών.
Το ίδιο επιχείρησε και στους αντιπάλους τους Δημοκρατικούς η λαϊκιστική αριστερή πτέρυγα με τους Μπέρνι Σάντερς και στη συνέχεια με την Ελίζαμπεθ Γουόρεν το 2016 και προ τετραετίας αντίστοιχα, αλλά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα ποσοστά που απέσπασε ο Τραμπ στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών πριν την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο. Όπως σχολιάζει ο Economist στην ανάλυσή του, «αν μεταφυτευόταν η ευρωπαϊκού τύπου πολυκομματική δημοκρατία στην Αμερική, ένα κόμμα MAGA υπό την ηγεσία του Τραμπ θα μπορούσε να συγκεντρώσει μεγάλη υποστήριξη χωρίς να εξασφαλίσει την πλειοψηφία—όπως συμβαίνει στη Γερμανία με την ακροδεξιά AfD».
Στην Αμερική το δικομματικό σύστημα ευνοεί τους εξεγερμένους της βάσης αναγκάζοντας τους κομματικούς ομόσταβλους να συνάψουν ειρήνη με τη νέα ηγεσία, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την υποστήριξη που απολαμβάνει ο Τραμπ. Αλλά η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν εξηγεί και τόσο ικανοποιητικά το πώς ο Τραμπ έγινε ο πρώτος από την εποχή του Φράνκλιν Ρούσβελτ, που εξασφάλισε τρεις απανωτές φορές το χρίσμα ενός μεγάλου κόμματος.
Η πολιτική οικονομία
Η δεύτερη εξήγηση, εκείνη της πολιτικής οικονομίας, ρίχνει ίσως φως για το πώς ο Τραμπ καταφέρνει να διατηρεί επί τόσα χρόνια την έλξη που ασκεί σε τόσο μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων. Στη διάρκεια της πρώτης του θητείας και μέχρι την πανδημία της Covid-19 η αμερικανική οικονομία τα πήγαινε καλά και μολονότι οι ψηφοφόροι δεν ενέκριναν τη διαγωγή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο – ειδικά την έφοδο των οπαδών του στο Καπιτώλιο -, η οργή τους για τον πληθωρισμό και η απαισιοδοξία τους για την πορεία της οικονομίας τούς ωθεί να απορρίψουν τους κυβερνώντες Δημοκρατικούς προς όφελος του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου.
Όπως δείχνουν τα παραδείγματα άλλων χωρών, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ινδία και η Ιαπωνία, οι ψηφοφόροι ρίχνουν «μαύρο» στους κυβερνώντες, αλλά η ιδέα ότι η πορεία της οικονομίας ωθεί μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος στην Αμερική να αλλάξει στρατόπεδο δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα. Από το 1990 έχει διπλασιαστεί το χάσμα στην ανά άτομο παραγωγή μεταξύ του Καναδά, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας από τη μια πλευρά και των ΗΠΑ από την άλλη. Η αμερικανική οικονομία με τις γοργές αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς των φτωχότερων εργαζομένων είναι αξιοζήλευτη. Το επιχείρημα ότι οι ανισότητες ωθούν τόσους πολλούς να ψηφίσουν τον Τραμπ αντικρούουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι μισθοί αυξάνονται στις «λησμονημένες» περιοχές των ΗΠΑ, ενώ δεν καταγράφεται αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας την τελευταία δεκαετία.
Ο Τραμπ χαϊδεύει τα αυτιά των ψηφοφόρων
Μια τρίτη εξήγηση για τη διαρκή σαγήνη του Τραμπ επιχειρεί η πολιτική κοινωνιολογία. Όσο πολωμένη και βαθιά διχασμένη είναι η πολιτική σκηνή στις ΗΠΑ εδώ και δέκα χρόνια, δεν παραμένει στατική. Δεν είναι τόσο τα εισοδήματα ή η φυλή που διχάζουν τους ψηφοφόρους, αλλά ολοένα και περισσότερο η εκπαίδευση. Οι Δημοκρατικοί προσελκύουν ολοένα και περισσότερο τους επαγγελματίες μάνατζερ που ζουν στα πλούσια προάστια και θεωρούν αποκρουστικό και ακατάλληλο τον Τραμπ για το ύπατο αξίωμα, ενώ οι εργατικές μάζες -ανάμεσά τους κι ένα αυξανόμενο ποσοστό μη λευκών – τον θαυμάζουν που μιλά όπως αυτοί, απευθύνεται σε αυτούς και τους τάζει ένα αξιοπρεπές μέλλον, έστω κι αν γνωρίζουν ότι είναι μάλλον απίθανο να τηρήσει τις υποσχέσεις του.
«Ο Τραμπ κάνει πολλούς Αμερικανούς να νιώθουν “ορατοί”», σχολιάζει το άρθρο, ταυτιζόμενος με τις ανησυχίες τους, μη διστάζοντας παρά την μεγάλη περιουσία του να φορέσει στολή οδοκαθαριστή, ή εκείνη εργαζόμενου στα McDonald’s. Οι Ρεπουμπλικανοί υπό τον Τραμπ δείχνουν να υιοθετούν ολοένα και πιο αριστερές οικονομικές πολιτικές υποστηρίζοντας τις μειώσεις φόρων για την εργατική τάξη, τη διατήρηση του ισχύοντος συστήματος επιδομάτων και τον προστατευτισμό. Γι’ αυτό και τόσα μέλη βιομηχανικών συνδικάτων στρέφονται προς τον Τραμπ παρά την οικονομική ενίσχυση που έχουν λάβει από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Κι γι’ αυτόν τον λόγο οι επιτελείς του Τραμπ έσπευσαν να επωφεληθούν από τις δηλώσεις του μπερδεμένου Μπάιντεν προ ημερών, που φάνηκε να αποκαλεί «σκουπίδια» τους οπαδούς του πρώην προέδρου των ΗΠΑ: «Δείτε: Οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είστε αξιοθρήνητοι», ήταν το μήνυμά τους.
“Επί Τραμπ δεν ξεκίνησαν νέες συγκρούσεις”
Μα πώς μπορούν να λησμονούν οι οπαδοί του Τραμπ την προσπάθειά του να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα του 2020, τον πενιχρό απολογισμό της πρώτης θητείας του ή την υπονόμευση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών;», διερωτώνται οι Δημοκρατικοί και πολλά πρώην μέλη της ελίτ των Ρεπουμπλικανών. Αλλά οι θαυμαστές του Τραμπ θεωρούν υπερβολική αυτή την κριτική, λένε ότι το νομικό σύστημα επιστρατεύτηκε σε αδικαιολόγητο βαθμό εναντίον του. Και πιστεύουν – όσο κι αν αυτό είναι εσφαλμένο – ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε ύφεση, ότι οι Δημοκρατικοί έφεραν τον πληθωρισμό και την ακρίβεια σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε όταν το ίνδαλμά τους ήταν στην εξουσία, ενώ τονίζουν ότι επί Τραμπ δεν ξεκίνησαν νέες συγκρούσεις την ώρα που επί Μπάιντεν μαίνονται πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Και με τέτοια λατρεία για τον Τραμπ δεν αποκλείεται να τον ξαναστείλουν στον Λευκό Οίκο.