Η παλιά Ελλάδα: Το «καλό δώρο» των συγγενών, που μας… συντρόφευε τα βράδια

PLUS

Η παλιά Ελλάδα: Το «καλό δώρο» των συγγενών, που μας… συντρόφευε τα βράδια

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ευτυχία Παπούλια

Την είχε κάθε σπίτι: Η ελληνική κουβέρτα με την ασύγκριτη ποιότητα και αντοχή ήταν η καλύτερη προστασία τις κρύες μέρες του χειμώνα

11.01.2025 | 10:10

Ο… mini χιονιάς είναι προ των πυλών, προειδοποιούν και πάλι οι μετεωρολόγοι, το ρεύμα παραμένει πληγή για το νοικοκυριό και οι αγκαλιές που άλλοτε περίσσευαν, τώρα, είναι αν μην τι άλλο δυσεύρετες και σχεδόν, απαγορευτικές. Ο Ιανουάριος δεν έχει φτάσει ούτε στα μισά του, ενώ, παραδοσιακά ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος περιλαμβάνουν χαμηλές θερμοκρασίες. Πώς θα τη βγάλουμε τα κρύα βράδια; Η παρακολούθηση της αγαπημένης μας σειράς στο Netflix, συγκαταλέγεται στις αγαπημένες χειμερινές δραστηριότητες. Λίγο κρασάκι, pop corn, καλή παρέα, αν είσαι τυχερός. Φυσικά, ζεστές πιτζάμες και μια καλή, παραδοσιακή κουβέρτα. Η Νάουσα είχε διαχρονικά περίοπτη θέση στο συγκεκριμένο βιοτεχνικό παράγωγο, προτού η περίοδος ακμής μπει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο. Στην προίκα των νεογέννητων, τακτοποιημένες στα ψηλότερα ράφια της ντουλάπας, απλωμένες πάνω στα κρεβάτια όπου συγκεντρώνονταν τα πεσκέσια την παραμονή του μυστηρίου, ακόμη και στριμωγμένες σε αποσκευές… Η χνουδωτή μαλακή κουβέρτα της Νάουσας ήταν σχεδόν παντού. Αρχικά μέσα στις διαφανείς ειδικές τσάντες. Ήταν το «καλό δώρο» από τους κοντινούς συγγενείς, θείους και θείες. Ξεχώριζε για τα χαρακτηριστικά της σχέδια. Παρά τις αντιρρήσεις των κατασκευαστών, οι περισσότεροι πωλητές τις κρεμούσαν στα σύρματα και τα μανταλάκια για να προσελκύουν τους πελάτες. Ήταν σαν ατραξιόν της πόλης της Ημαθίας. Προφανώς μαγνήτιζαν τα βλέμματα των τουριστών, οι οποίοι έσπευδαν για να αποκτήσουν ένα κομμάτι.

Μία από τις προεξάρχουσες εταιρείες ήταν εκείνη που ίδρυσε ο Χριστόδουλος Παπαφιλίππου εν έτει 1978, βγάζοντας νήματα για κουβέρτες. Πλέον, ο γιος και ο εγγονός συνεχίζουν την παράδοση. Το εργοστάσιό τους είναι το μοναδικό που έχει απομείνει. Πριν από δύο χρόνια, ο Κώστας Παπαφιλίππου παραχώρησε συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπου είχε αναφερθεί λεπτομερώς στο ζήτημα, παρέχοντας πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν.

Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει κουβέρτα από τα μέρη μας

Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων, έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες για την… κουβερτομανία της προπερασμένης δεκαετίας. Για την κυρία Μαρία που προμηθευόταν κουβέρτες για την προίκα των παιδιών πριν καλά καλά αποφοιτήσουν από το σχολείο, μέχρι τον κύριο Νίκο που άφησε άλλα πράγματα πίσω στην πατρίδα, για να χωρέσει η Ναουσαίικη κουβέρτα στις αποσκευές του αυτοκίνητου, στην επιστροφή για τη Γερμανία. «Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει κουβέρτα από τα μέρη μας. Οι κρύες νύχτες του χειμώνα είχαν την υπογραφή της Ναουσαίας κουβέρτας που οι νοικοκυρές τη θεωρούσαν κορυφαία στο είδος της. Ζήσαμε την εποχή της απόλυτης δόξας και κυριαρχίας της, αλλά σήμερα όλο αυτό έχει αλλάξει μορφή, έχουν πέσει τίτλοι και μια νέα αρχή» εξηγεί ο κ. Παπαφιλίππου. Η κουβέρτα σήμα κατατεθέν της Νάουσας που έγραψε μια μεγάλη ιστορία μοιάζει να έχει κάνει τον κύκλο της, βάζοντας τελεία στη διαδρομή και την λάμψη εκείνης της εποχής. Ελάχιστα καταστήματα παρέμειναν και πολλά έβαλαν λουκέτο. Η εταιρεία του κ. Κώστα ξεκίνησε βγάζοντας νήματα για κουβέρτες και μετά το 1990 όταν έκλεισε η πασίγνωστη Βέτλανς Νάουσα, πήραν τα δικαιώματα, όπως και το όνομα της εταιρείας.

«Υπάρχει κόσμος που τηλεφωνεί ακόμη και σήμερα. Ιδίως επικοινωνούν οι κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας και ζητούν την κουβέρτα. Την παλιά, την κλασική, την γνήσια εκείνη που δεν χαλούσε όσα χρόνια και να περνούσαν χάρη στην εξαιρετική ποιότητά της. Τη θέλουν για το νοικοκυριό. Για τα παιδιά τους. Για τον σημερινό εξοπλισμό στα είδη, στα λευκά είδη του σπιτιού, την προίκα που έλεγαν κάποτε. Οι κουβέρτες δεν είναι κρεμασμένες στο δρόμο, δεν μου άρεσε ποτέ αυτό, αλλά είναι αναρτημένες στο σάιτ της επιχείρησης μας, οπότε μπαίνουν εκεί και παραγγέλνουν οι φανατικοί μας πελάτες» σημειώνει.

Σήμερα το εργοστάσιο είναι το μοναδικό που έχει παραμείνει. Η κουβέρτα της διπλανής πόρτας όμως δεν φτιάχνεται στη Νάουσα. Πριν από δυο χρόνια τα μηχανήματα πουλήθηκαν, ωστόσο δίνουν τις παραγγελίες τους στο εργοστάσιο που τα αγόρασε με τις προδιαγραφές και τις οδηγίες για την ύφανσή τους και παραλαμβάνουν την κουβέρτα έτοιμη τη Νάουσα. Παραγωγή στην Ελλάδα δεν υπάρχει και ο κ Παπαφιλίππου ήταν ο τελευταίος εργοστασιάρχης για μάλλινες και ακρυλικές κουβέρτες. Το εργοστάσιο σήμερα εξοπλίζει νοσοκομεία, φυλακές, δομές, κλινικές αστυνομία, αεροπορία αλλά και πολλά ξενοδοχεία της χώρας και έχει κατασκευάσει εκατοντάδες χιλιάδες κουβέρτες στη διάρκεια της παραγωγής του. «Το θέμα είναι πως τα μαγαζιά σταμάτησαν να πουλούν, γιατί υπάρχει μαζική εισαγωγή κατώτερης ποιότητας αλλά πολύ φθηνότερες από την Κίνα, οπότε η ιστορία εκείνης της κουβέρτας έχει κλείσει τον κύκλο της» λέει ο επιχειρηματίας…

Η Νάουσα, οι κουβέρτες και η ιστορία τους

«Τα γυαλιά μου, τα γυαλιά μου να δω ότι γράφει Βέτλανς Νάουσα» ήταν μια διαφήμιση τηλεοπτική που είχε αφήσει ιστορία και οι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας τηλεθεατές σίγουρα θυμούνται, μιας και είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο, είχε μπει στα σπίτια όλων και πολλοί ήταν αυτοί που έσπευδαν να αγοράσουν την κουβέρτα με την γνωστή υπογραφή.«Σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε την κουβέρτα Βέτλανς» λέει ο ιστορικός ερευνητής-λαογράφος της Νάουσας Τάκης Μπάιτσης, μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ. Αναλύοντας την ιστορία , τον πολιτισμό, την παράδοση της όμορφης πόλης, συνδυάζει ένα μεγάλο κεφάλαιο της με την κλασική κουβέρτα και πόσο αυτή αγαπήθηκε από τον κόσμο.

«Εννοείται πως έχω στο σπίτι μου όπως και όλοι σχεδόν οι φίλοι και γνωστοί μου. Δεν θα ξεχάσω πως υπήρξε μια εποχή που έρχονταν κόσμος στην Νάουσα, επισκέπτες από κοντινά και μακρινά μέρη και έπαιρναν το γνωστό κρασί της περιοχής και κουβέρτες λέγοντας πως είναι αθάνατες» σημειώνει. Η εικόνα με τις κουβέρτες πάνω στο δρόμο, όπως λέει ήταν σαν κράχτης και η φήμη της πόλης ήταν «αγκαλιά» με την χνουδωτή κουβέρτα της. Εξηγεί πως στην περιοχή υπήρχαν βιοτεχνίες πριν το 1882 και πολύ γρήγορα η Νάουσα έγινε η πόλη της κουβέρτας. «Πέραν των οικοτεχνιών που ασχολούνταν με την ξυλογλυπτική υπήρξε και η υφαντική. Η Νάουσα διακρίνονταν για τα υφαντουργεία, όπως τα λέγαν τα υφάσματα, τα χαβλιά, που πήγαιναν στην Ευρώπη από πολύ παλιά. Πέραν αυτών ύφαιναν για οικοσκευή κουβέρτες.

Τα χρυσά γράμματα γράφτηκαν στη δεκαετία του 70 όταν ξεκίνησε η γραμμή παραγωγής της Βέτλανς Νάουσα με την γνωστή κουβέρτα που ήταν… ανάρπαστη. Το εργοστάσιο είχε δώδεκα χιλιάδες κουβέρτες παραγωγής τη μέρα και λειτούργησε μέχρι το 89. Ο κ. Μπάιτσης σπούδασε κλωστοϋφαντουργία και από το 1922 μέχρι το 1990 δούλευε ως κλωστοϋφαντουργός σε νηματουργεία της πόλης. Στην πλάτη του κουβαλά είκοσι χρόνια βιώματα και πολύ περισσότερες μνήμες για τη ζήτηση και την λατρεία στην κουβέρτα αλλά και την πτώση της με οικονομικό αντίκτυπο στην περιοχή και τεράστιο πλήγμα για πολλούς εργαζόμενους.  Τι μένει πάντα σε τέτοιες ιστορίες; Οι αναμνήσεις. Ζεσταίνουν. Όπως η κουβέρτα που μπήκε στο χρονοντούλαπο. Αλλά θα υπάρχει και στις… ντουλάπες, έως ότου βγει κάθε που χειμωνιάζει.

Ετικέτες
Exit mobile version