Ιταλία μετανάστες: Το σχέδιο προβλέπει τη μεταφορά και κράτηση έως 3.000 ατόμων μηνιαίως σε δύο κέντρα στην Αλβανία
Η Ιταλία, στο πλαίσιο της σκληρής μεταναστευτικής πολιτικής της κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι, προχώρησε στη μεταφορά 49 μεταναστών στην Αλβανία, ενεργοποιώντας ένα σχέδιο που επιδιώκει να επεξεργάζεται αιτήματα ασύλου εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει προκαλέσει ευρεία κατακραυγή από ανθρωπιστικές οργανώσεις, οι οποίες το χαρακτηρίζουν παραβίαση βασικών δικαιωμάτων.
Οι μετανάστες μεταφέρθηκαν με το πολεμικό πλοίο “Cassiopeia” και έφτασαν στο λιμάνι του Σενγκίν, όπου υποβλήθηκαν σε ταυτοποίηση και ιατρικούς ελέγχους. Από εκεί, οδηγήθηκαν σε κέντρο κράτησης στο Γκιάδερ, 20 χιλιόμετρα από το σημείο άφιξής τους. Σύμφωνα με το σχέδιο, η Ιταλία σκοπεύει να μεταφέρει έως 3.000 μετανάστες μηνιαίως σε αλβανικά κέντρα, με το συνολικό κόστος να ανέρχεται σε 670 εκατομμύρια ευρώ για την πενταετία. Η πολιτική αυτή έρχεται εν μέσω αυξημένων αφίξεων μεταναστών στη νότια Ιταλία, όπου μόνο τον Ιανουάριο καταγράφηκαν 3.312 αφίξεις – αριθμός υπερδιπλάσιος σε σύγκριση με πέρυσι.
Η ιταλική κυβέρνηση αντιμετωπίζει έντονες νομικές προκλήσεις
Ιταλικό δικαστήριο είχε προηγουμένως κρίνει παράνομη την κράτηση μεταναστών από χώρες όπως το Μπαγκλαντές και η Αίγυπτος, ενώ η υπόθεση εκκρεμεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφανθεί στις 25 Φεβρουαρίου.Οι αντιδράσεις εντείνονται τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Ο Αλεσάντρο Ζαν, βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος, δήλωσε πως η μεταφορά προσφύγων “παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμα ασύλου και υπονομεύει τις δικαστικές αποφάσεις.” Παράλληλα, η Ιλάρια Σάλις, Ιταλίδα ευρωβουλευτής, επέκρινε την πολιτική, χαρακτηρίζοντάς την “ντροπιαστική χρήση δημοσίων πόρων εις βάρος ευάλωτων ανθρώπων.”
Το σχέδιο έχει προκαλέσει διεθνείς ανησυχίες, ενώ συνεχίζεται η πίεση προς την Ιταλία για τη συμφωνία της με τη Λιβύη. Οι κατηγορίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα λιβυκά κέντρα κράτησης ενισχύουν τη διεθνή κατακραυγή. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό σημείο για το μέλλον αυτής της πολιτικής.