Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται 29 χρόνια από την κρίση των Ιμίων του Ιανουαρίου 1996, που αποτελεί μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνοτουρκικής ιστορίας, που φέρνει στο προσκήνιο τόσο τις εδαφικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο όσο και τη στρατηγική επιλογή της Τουρκίας για μια πιο επιθετική και μαξιμαλιστική εξωτερική πολιτική. Η ένταση που δημιουργήθηκε γύρω από την κυριαρχία δύο μικρών ακατοίκητων βραχονησίδων, γνωστών ως Ίμια, σχεδόν οδήγησε τις δύο χώρες σε πολεμική σύγκρουση και είχε ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες για την περιοχή.
Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Στις 27 Ιανουαρίου δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Χουριέτ» στη Σμύρνη μεταβαίνουν με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια. Υποστέλλουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική. Η όλη επιχείρηση βιντεοσκοπείται και προβάλλεται από το τηλεοπτικό κανάλι της «Χουριέτ». Λίγο αργότερα το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» υψώνει ξανά – και για τελευταία φορά – την γαλανόλευκη. Αυτό το συμβολικό παιχνίδι ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών σύντομα εξελίχθηκε σε σοβαρή κρίση με την εμπλοκή πολεμικών πλοίων και στρατιωτικών δυνάμεων από Ελλάδα και Τουρκία, με Έλληνες κομάντος να αποβιβάζονται στη μεγαλύτερη νησίδα, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν την πιο μικρή. Η κατάσταση κορυφώθηκε τη νύχτα της 30ής προς 31η Ιανουαρίου, όταν οι δύο χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης. Τελικά, η κρίση αποκλιμακώθηκε με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών και συγκεκριμένα του Αμερικανού διπλωμάτη Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, που επέβαλε την αποχώρηση των δυνάμεων από την περιοχή και την επιστροφή στο status quo.
Η αναφορά του Τζεσούρ Σερτ
Χρόνια μετά, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Χουριέτ» στη Σμύρνη Τζεσούρ Σερτ περιέγραψε την ιστορία λέγοντας κι ότι μετάνιωσε που κατέβασε την ελληνική σημαία. Όπως αναφέρει, τον κάλεσε εκείνο το πρωινό εσπευσμένα ο διευθυντής της εφημερίδας Ερτουγρούλ Οζκόκ προκειμένου να του αναθέσει μια δημοσιογραφική αποστολή που θα τον έκανε γνωστό σε όλη τη χώρα. Κρατώντας μια μεγάλη τουρκική σημαία στα χέρια -όπως έγινε γνωστό αργότερα, του την έδωσαν από τα γραφεία της «Χουριέτ» στη Σμύρνη- επιβιβάστηκε με έναν δημοσιογράφο και έναν εικονολήπτη του Canal D στο ελικόπτερο και πέταξαν για τα Ιμια κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, όπου και κατάφεραν να προσγειωθούν μετά τις επίμονες προσπάθειες του πιλότου. «Καταδρομικά» -χωρίς να σβήσει η μηχανή του ελικοπτέρου και με τον έλικα να γυρίζει- δημοσιογράφοι και εικονολήπτης πήδηξαν στο έδαφος και κινήθηκαν αστραπιαία προς τον ιστό, κατεβάζοντας την ελληνική σημαία και ανεβάζοντας στη συνέχεια την τουρκική, πυροδοτώντας την κρίση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Την επόμενη μέρα η «Χουριέτ» κυκλοφόρησε με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Πόλεμος σημαιών». Όπως λέει ο Σερτ, δεν πίστευε πως η προκλητική του ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες.
Οι γκρίζες ζώνες
Η κρίση των Ιμίων σηματοδότησε την έναρξη της έννοιας των “γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο, δηλαδή της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε διάφορες βραχονησίδες και μικρά νησιά από την Τουρκία. Μετά τα Ίμια, η Τουρκία άρχισε συστηματικά να αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδας σε άλλες βραχονησίδες, δημιουργώντας ένα καθεστώς μόνιμης έντασης και αβεβαιότητας. Αυτή η στρατηγική οδήγησε σε μια κατάσταση συνεχούς στρατιωτικής επιφυλακής και περιόρισε τις δυνατότητες συνεργασίας και διπλωματικής επίλυσης των διαφορών. Η Τουρκία άρχισε να υιοθετεί μια πιο μαξιμαλιστική πολιτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, διεκδικώντας μεγαλύτερο έλεγχο σε θαλάσσιες ζώνες και αμφισβητώντας τη νομιμότητα των ελληνικών διεκδικήσεων με επίκληση στη γεωγραφική εγγύτητα προς τις τουρκικές ακτές. Αυτή η πολιτική συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τις τουρκικές παραβιάσεις στον ελληνικό εναέριο και θαλάσσιο χώρο να αποτελούν μόνιμο στοιχείο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η κατάρριψη του ελληνικού ελικοπτέρου
Ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της κρίσης ήταν η πτώση ενός ελληνικού ελικοπτέρου, που συνετρίβη στη θαλάσσια περιοχή κοντά στα Ίμια, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών Ελλήνων αξιωματικών: του Παναγιώτη Βλαχάκου, του Χριστόδουλου Καραθανάση και του Έκτορα Γιαλοψού. Η επίσημη ελληνική εκδοχή κάνει λόγο για μηχανική βλάβη, επιδεινωμένη από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τη νύχτα της κρίσης. Ωστόσο, αμέσως μετά την πτώση του ελικοπτέρου, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στην Ελλάδα ότι το ελικόπτερο δεν έπεσε τυχαία, αλλά καταρρίφθηκε από τουρκικά ηλεκτρονικά αντίμετρα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ηλεκτρονικά μέσα για να διακόψουν τα συστήματα του ελικοπτέρου ή να προκαλέσουν βλάβη στις επικοινωνίες του, με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου του σκάφους. Αν και αυτή η θεωρία δεν έχει επιβεβαιωθεί, συνεχίζει να διαδίδεται στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και σε κύκλους που αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή.
Η δολοφονία των Τούρκων κομάντος
Εκτός από τις ελληνικές φήμες, στην Τουρκία κυκλοφόρησε μια εξίσου δραματική θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι κομάντος που αποβιβάστηκαν στις βραχονησίδες Ίμια στη διάρκεια της κρίσης, εκτελέστηκαν αργότερα από την ελληνική μυστική υπηρεσία, την ΕΥΠ. Η συγκεκριμένη φημολογία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα πήρε εκδίκηση για την τουρκική επιχείρηση με μυστικές εκτελέσεις των κομάντος, ένας προς έναν, μετά την κρίση. Όπως και η θεωρία για την κατάρριψη του ελληνικού ελικοπτέρου, αυτή η φήμη δεν έχει επιβεβαιωθεί από καμία αξιόπιστη πηγή και θεωρείται υπερβολική. Η φημολογία ενδέχεται να έχει περισσότερο χαρακτήρα προπαγάνδας και να εξυπηρετεί την ενίσχυση του εθνικιστικού αφηγήματος στην Τουρκία, όπου οι κομάντος του τουρκικού στρατού θεωρούνται ήρωες.
Η αντίληψη της κρίσης
Οι φήμες και οι θεωρίες συνωμοσίας γύρω από την κρίση των Ιμίων αντικατοπτρίζουν το βαθύ αίσθημα ανασφάλειας που επικρατούσε και στις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια και μετά τα γεγονότα. Είτε πρόκειται για τις ελληνικές θεωρίες περί κατάρριψης του ελικοπτέρου, είτε για τις τουρκικές φήμες περί δολοφονίας των κομάντος, οι φημολογίες αυτές ενισχύουν τα ακραία αφηγήματα και παγιώνουν την αντίληψη της αμοιβαίας απειλής. Επιπλέον, οι φήμες αυτές υπογραμμίζουν το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η μυστικότητα και η έλλειψη διαφάνειας σε στρατιωτικές κρίσεις, καθώς οι επίσημες αφηγήσεις συχνά δεν καλύπτουν πλήρως τα γεγονότα ή δεν ικανοποιούν την ανάγκη του κοινού για λεπτομέρειες.