Για χρόνια, οι προειδοποιήσεις σχετικά με μια πιθανή δημοσιονομική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνονταν στο αυξανόμενο χρέος και στις πιθανές αντιδράσεις των αγορών. Ωστόσο, η πραγματική πηγή κινδύνου έχει γίνει πλέον ξεκάθαρη: η πολιτική αστάθεια και οι απρόβλεπτες αποφάσεις των ηγετών. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιφέρει δημοσιονομική αβεβαιότητα με πρωτοφανή ταχύτητα. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα της νέας του θητείας, ο Τραμπ απείλησε να σταματήσει την πληρωμή τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε εγκεκριμένες δαπάνες του Κογκρέσου, μόνο για να φανεί ότι υπαναχωρεί λίγες ημέρες αργότερα. Ταυτόχρονα, το νεοσύστατο Υπουργείο Κυβερνητικής Αποδοτικότητας (DOGE) απέκτησε πρόσβαση σε κρίσιμα οικονομικά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών, οδηγώντας σε παραίτηση υψηλόβαθμου αξιωματούχου με δεκαετίες εμπειρίας. Καθημερινά, εμφανίζονται νέες απειλές για την παύση ομοσπονδιακών πληρωμών, ενώ ορισμένοι οργανισμοί, όπως η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ, ενδέχεται να μην μπορούν πλέον να λειτουργήσουν.
Όσοι ανησυχούσαν για μια ενδεχόμενη κρίση λόγω του αυξανόμενου χρέους, τώρα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στην πολιτική διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Όταν ένας πρόεδρος ισχυρίζεται ότι μπορεί να επιλέγει ποια χρέη θα πληρωθούν, δημιουργείται ένα επικίνδυνο προηγούμενο, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιλογή συγκεκριμένων κατόχων κρατικών ομολόγων που θα πληρωθούν ή όχι. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, στελέχη της διοίκησης Τραμπ φέρονται να εξέτασαν το ενδεχόμενο να μην πληρώσουν ομόλογα των ΗΠΑ που κατείχε η Κίνα ως αντίποινα για τον υποτιθέμενο ρόλο της στην πανδημία. Τώρα, με το DOGE να έχει πρόσβαση στα οικονομικά συστήματα, ο πρόεδρος φαίνεται να έχει τα μέσα για να εφαρμόσει αυτή την πολιτική. «Εξετάζουμε ακόμη και τα κρατικά ομόλογα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τραμπ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως δεν μετράνε όλα το ίδιο.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η αγορά των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, αξίας 28 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι που καθιστά τα ομόλογα αυτά ασφαλή επενδυτικά εργαλεία και τα μετατρέπει σε σημείο αναφοράς για επιτόκια δανείων παγκοσμίως. Αν διαταραχθεί αυτή η εμπιστοσύνη, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Αν, για παράδειγμα, ο Τραμπ απειλήσει να μην πληρώσει το χρέος που κατέχει η Κίνα, οι Κινέζοι ενδέχεται να ρευστοποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους, το οποίο αγγίζει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Μια τέτοια μαζική πώληση θα προκαλούσε αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Θα σταματούσε εκεί; Ή μήπως και άλλοι ξένοι επενδυτές, που κατέχουν το ένα τρίτο του συνολικού χρέους, θα ακολουθούσαν;
Οι πολιτικές αστοχίες είναι πιο επικίνδυνες από τη συσσώρευση ελλειμμάτων. Παρόλο που το ομοσπονδιακό έλλειμμα των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, αυτές είναι σταδιακές και προβλέψιμες. Η πολιτική αβεβαιότητα, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε απότομες κρίσεις. Το 2023, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε το μακροπρόθεσμο χρέος των ΗΠΑ, επικαλούμενος «τη σταθερή επιδείνωση της διακυβέρνησης τα τελευταία 20 χρόνια» και τις συνεχείς πολιτικές αντιπαραθέσεις για το ανώτατο όριο του χρέους. Αν οι επενδυτές αρχίσουν να υπολογίζουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας στις τιμές των κρατικών ομολόγων, τα επιτόκια θα αυξηθούν και η οικονομία θα επιβραδυνθεί. Ένα ξαφνικό άλμα στα επιτόκια των ομολόγων κατά τρεις ή τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες θα μπορούσε να προκαλέσει κρίση. Όταν οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα ομόλογα, η αξία τους μειώνεται και τα επιτόκια αυξάνονται για να προσελκύσουν νέους αγοραστές. Αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε σε τεράστιες ζημιές για τράπεζες, επενδυτές και νοικοκυριά.
Οι επιπτώσεις θα ήταν παρόμοιες με την τραπεζική κρίση του 2023, όταν η άνοδος των επιτοκίων προκάλεσε απώλειες δισεκατομμυρίων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σε αντίθεση με την οικονομική κρίση του 2008, όταν τα κρατικά ομόλογα θεωρούνταν ασφαλές καταφύγιο και τα επιτόκια μειώθηκαν, μια νέα κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη αύξηση των επιτοκίων. Η οικονομική αβεβαιότητα αυξάνεται καθώς ο Τραμπ συνεχίζει να προκαλεί αναταραχές σε διάφορους τομείς. Ενώ είναι αδύνατο να προβλεφθεί το μέλλον, ένα είναι σίγουρο: ο κίνδυνος μιας δημοσιονομικής κρίσης είναι μεγαλύτερος από ποτέ.
By Wendy Edelberg and Ben Harris for New York Times