Η πλατεία Βάθης είναι ένας τόπος που κουβαλά τις ιστορίες της Αθήνας μέσα στους αιώνες. Κάποτε αριστοκρατική, αργότερα καταφύγιο για νεοφερμένους, και σήμερα ένας τόπος διαρκούς μεταμόρφωσης. Κάθε γωνιά της έχει να αφηγηθεί μια ιστορία, από τις μέρες που φιλοξενούσε τους πρώτους Βαυαρούς αξιωματούχους του Όθωνα, μέχρι την αστική άνθηση και την επακόλουθη παρακμή της. Το παλιό της όνομα – πλατεία Ανεξαρτησίας – σπάνια χρησιμοποιείται. Η Βάθη, όπως έμεινε γνωστή, διαμόρφωσε τη δική της ταυτότητα, βαθιά ριζωμένη στη συλλογική μνήμη των Αθηναίων. Από τον 19ο αιώνα, όταν ο Κυκλοβόρος ποταμός τη διέσχιζε και τροφοδοτούσε την πλούσια βλάστησή της, έως την εποχή που μετατράπηκε σε έναν πυκνό αστικό πυρήνα, η πλατεία δεν σταμάτησε να εξελίσσεται. Στα χρόνια του Όθωνα, ο Κυκλοβόρος – το ρέμα που διέτρεχε τη Μάρνη – σχεδιάστηκε να γίνει ένα βουλεβάρτο, μεταμορφώνοντας το τοπίο σε ένα τόπο αριστοκρατών και εύπορων οικογενειών. Τα πρώτα νεοκλασικά άρχισαν να χτίζονται, οι λεωφόροι πήραν τα ονόματα των φιλελλήνων, τα δέντρα της πλατείας έριχναν τη σκιά τους πάνω στους πρώτους περιπατητές της. Η πόλη άλλαζε και μαζί της και η Βάθη.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι παλιές γειτονιές άρχισαν να δίνουν τη θέση τους στη νεωτερικότητα. Η πλατεία έγινε κόμβος, πέρασμα, σημείο συνάντησης. Τα μεγάλα αρχοντικά αντικαταστάθηκαν από πολυώροφα κτήρια, οι δρόμοι γέμισαν ζωή και νέους κατοίκους, καθώς τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης έφερναν ανθρώπους από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Το 1920, στην Καποδιστρίου και τη Μάρνη, ένα εντυπωσιακό εκλεκτικιστικό ξενοδοχείο, η “Λωζάννη”, υψώνεται περήφανα, ενώ λίγο αργότερα, το Εθνικό Ωδείο βρίσκει τη θέση του σε ένα μεγαλοπρεπές κτήριο της Μάγιερ. Η πλατεία γίνεται σημείο αναφοράς. Καλλιτέχνες, μουσικοί, συγγραφείς, έμποροι, άνθρωποι που δίνουν στην πόλη ζωή, συναντιούνται εδώ.
Και έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Οι εικόνες άλλαξαν. Τα χρόνια της Κατοχής έριξαν μια βαριά σκιά πάνω στην πόλη, τα σπίτια ερήμωσαν, οι άνθρωποι έφυγαν. Στη μεταπολεμική περίοδο, η Βάθη ξαναγεννήθηκε, αλλά με έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Η αντιπαροχή έφερε τις ψηλές πολυκατοικίες, οι παλιές οικογένειες σταδιακά μετακινήθηκαν, και μια νέα πραγματικότητα διαμορφώθηκε. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, η φυσιογνωμία της πλατείας άλλαξε και πάλι. Οι κάτοικοι μειώθηκαν, τα παλιά διαμερίσματα άρχισαν να ενοικιάζονται, και η περιοχή έγινε ένα σταυροδρόμι ανθρώπων από όλο τον κόσμο. Οι παλιοί Αθηναίοι έφευγαν, οι νεοφερμένοι έδιναν νέο χαρακτήρα στον τόπο. Η πολυκατοικία της οδού Ηπείρου, μια μικρογραφία της κοινωνίας, έγινε ένας καθρέφτης των αλλαγών. Οι ρεσεψιονίστες των ξενοδοχείων της περιοχής έβλεπαν τα πάντα, οι παλιοί θυρωροί έγιναν διαχειριστές, τα σημειώματα στις εισόδους γράφονταν σε πολλές γλώσσες. Οι δρόμοι της πλατείας δεν ησύχαζαν ποτέ.
Σήμερα, η πλατεία Βάθης είναι μια διαφορετική πλατεία. Οι παλιές ιστορίες της μπερδεύονται με τις νέες. Οι δρόμοι της φιλοξενούν περαστικούς, κατοίκους και τουρίστες που αναζητούν το κατάλυμα που νοίκιασαν διαδικτυακά. Οι τελευταίοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή, παραμένουν θεατές μιας αλλαγής που συντελείται αργά, αλλά σταθερά. Η πλατεία αυτή δεν είναι πλέον μια ανάμνηση της παλιάς αριστοκρατικής Αθήνας, αλλά μια μικρογραφία του κόσμου. Κι όμως, κάτω από τις μοντέρνες προσόψεις, πίσω από τα πολυώροφα κτήρια, η παλιά Βάθη εξακολουθεί να υπάρχει. Στα ονόματα των δρόμων, στις σκόρπιες νεοκλασικές λεπτομέρειες, στα μικρά καφενεία που επιμένουν να υπάρχουν, στους ανθρώπους που θυμούνται και διηγούνται. Γιατί η πόλη δεν ξεχνά – απλώς αλλάζει, όπως έκανε πάντα.