Οι «ύποπτες» φράσεις που εμφανίζονται συχνά
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει πότε του λένε ψέματα; Αν και η απάντηση δεν είναι ποτέ απλή, ορισμένα σημάδια —λεκτικά και μη— μπορούν να μας βάλουν σε σκέψεις. Όχι για να καταδικάσουμε κάποιον με το παραμικρό, αλλά για να εξετάσουμε με περισσότερη προσοχή την ειλικρίνεια μιας κατάστασης ή συνομιλίας. Σύμφωνα με ψυχολογικές μελέτες και την τεχνητή νοημοσύνη, οι άνθρωποι που τείνουν να ψεύδονται συχνά χρησιμοποιούν επαναλαμβανόμενες, στερεοτυπικές φράσεις — όχι απαραίτητα επειδή το κάνουν συνειδητά, αλλά γιατί προσπαθούν να πείσουν, να αποσπάσουν εμπιστοσύνη ή να κερδίσουν χρόνο.
Οι «ύποπτες» φράσεις που εμφανίζονται συχνά
Ανάμεσα στις πιο κοινές εκφράσεις που, χωρίς να αποδεικνύουν από μόνες τους ψέμα, θα έπρεπε να μας κάνουν πιο προσεκτικούς είναι οι εξής:
-
«Να είμαι ειλικρινής…»
-
«Σας ορκίζομαι!»
-
«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό»
-
«Ειλικρινά τώρα…»
-
«Γιατί να πω ψέματα;»
-
«Αυτό είναι το μόνο που ξέρω»
-
«Δεν θυμάμαι»
-
«Όπως σας είπα ήδη…»
-
«Αυτό δεν βγάζει κανένα νόημα»
-
«Πιστέψτε με»
Οι φράσεις αυτές δεν αποτελούν απόδειξη ψεύδους, αλλά συχνά χρησιμοποιούνται όταν κάποιος προσπαθεί να πείσει υπερβολικά ή να καλύψει κάτι. Η έμφαση στην «ειλικρίνεια» ή η επίκληση στην εμπιστοσύνη μπορεί να υποδηλώνει ανασφάλεια ή πίεση — χαρακτηριστικά που παρατηρούνται συχνά σε όσους προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια. Η μη λεκτική επικοινωνία παίζει καθοριστικό ρόλο στην αποκρυπτογράφηση της αλήθειας. Η τεχνητή νοημοσύνη και οι ειδικοί συμφωνούν ότι η αποφυγή οπτικής επαφής, οι απότομες παύσεις, οι αλλαγές στον τόνο της φωνής και η υπερβολική άμυνα αποτελούν σημάδια που αξίζει να παρατηρήσουμε. Ο ψυχολόγος Paul Ekman, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αναφέρει τις λεγόμενες μικροεκφράσεις: ανεπαίσθητες εκφράσεις προσώπου που εμφανίζονται στιγμιαία και αποκαλύπτουν συναισθήματα όπως φόβο, ενοχή ή ένταση, ακόμα κι όταν το άτομο προσπαθεί να δείξει ψυχραιμία. Αυτές οι εκφράσεις συχνά δεν συμβαδίζουν με τα λόγια και μπορεί να «προδώσουν» εσωτερικές συγκρούσεις.
Η ψυχολόγος Bella DePaulo ανέλυσε, με την ομάδα της, πάνω από 100 σχετικές μελέτες, και διαπίστωσε πως οι ψεύτες:
-
δίνουν λιγότερες λεπτομέρειες,
-
μιλούν με λιγότερη ευφράδεια,
-
κάνουν περισσότερα σφάλματα λόγου,
-
και έχουν έναν λόγο πιο δομημένο, αλλά λιγότερο φυσικό.
Ο καθηγητής Aldert Vrij, στο βιβλίο του Detecting Lies and Deceit, σημειώνει ότι οι ψεύτες τείνουν να επαναλαμβάνουν φράσεις, να περιορίζουν τις κινήσεις τους και να “σφίγγουν” το βλέμμα ή να το αποστρέφουν. Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν: κανένα μεμονωμένο στοιχείο δεν φτάνει για να αποδείξει ένα ψέμα. Το κλειδί βρίσκεται στην παρατήρηση ενός συνολικού μοτίβου: πώς μιλάει το άτομο, πώς κινείται, πώς συνδέονται τα λόγια του με το σώμα του και την προηγούμενη συμπεριφορά του. Η αναγνώριση της εξαπάτησης δεν είναι υπόθεση απλής διαίσθησης — είναι μία σύνθετη διαδικασία που απαιτεί προσοχή, κριτική σκέψη και νηφαλιότητα.
