Δύο κόσμους χωρίζει η κάλπη: Η στρατηγική του Μαξίμου, το ρήγμα της αντιπολίτευσης και το νέο πολιτικό σκηνικό
Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδινε το παρών στο Παρίσι, συμμετέχοντας στην τετραμερή Σύνοδο Ελλάδας–Κύπρου–Γαλλίας–Λιβάνου και συντονίζοντας τις θέσεις της Αθήνας για την κρίση στην Ουκρανία, η πολιτική θερμοκρασία στην Ελλάδα ανέβαινε από δύο διαφορετικά μέτωπα: από τη μια, η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει σε στοχευμένες κινήσεις με κοινωνικό και στρατιωτικό πρόσημο. Από την άλλη, η αντιπολίτευση βούλιαζε ακόμα βαθύτερα στις εσωτερικές της αντιφάσεις, αδυνατώντας να διαμορφώσει πειστικό εναλλακτικό αφήγημα. Το κυβερνητικό επιτελείο, αναγνωρίζοντας πως η Νέα Δημοκρατία διανύει ίσως τη δυσκολότερη φάση της εξαετούς διακυβέρνησης, επενδύει στη λογική της «ήρεμης δύναμης». Επιχειρεί να αποτυπώσει τη σταθερότητα μέσα από έργο, δεσμεύσεις και προτάσεις με μετρήσιμο αποτύπωμα. Αντιθέτως, στην απέναντι όχθη, ο χώρος της αντιπολίτευσης μοιάζει να έχει υψώσει ο καθένας το δικό του μικρόφωνο – και όλοι μιλούν ο ένας πάνω στον άλλον.
Μισθοί, άμυνα και μεσαία τάξη: Το σχέδιο της κυβέρνησης σε τρεις άξονες
Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, οι αναπροσαρμογές στα μισθολόγια των δημόσιων υπαλλήλων και το “πάγωμα” σε ορισμένα τέλη επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα θετικό κλίμα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι αυξήσεις στις αποδοχές των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες λειτουργούν συμπληρωματικά στο επικείμενο 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα. Ο Πρωθυπουργός θέλει να δείξει ότι η οικονομική ανάκαμψη μεταφράζεται σε ενίσχυση κρίσιμων τομέων – από τη δημόσια ασφάλεια έως την άμυνα. Το Μέγαρο Μαξίμου προετοιμάζει ήδη τις επόμενες κινήσεις, με ορίζοντα τη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου. Εκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να ανακοινώσει νέες μειώσεις φόρων για συνεπείς φορολογούμενους, κυρίως για τη μεσαία τάξη. Το αφήγημα είναι απλό: «παραμένουμε σταθεροί, προβλέψιμοι και συνεπείς – συνεχίζουμε».
Σε απόλυτη αντίθεση με το οργανωμένο πλαίσιο της κυβέρνησης, η εικόνα της αντιπολίτευσης παραπέμπει σε πεδίο σύγχυσης και αμοιβαίας υπονόμευσης. Στο εσωτερικό της Κουμουνδούρου, το βάρος δεν πέφτει στην παραγωγή πρότασης διακυβέρνησης, αλλά στην ανταλλαγή πυρών με κάθε κατεύθυνση: ΠΑΣΟΚ, Πλεύση Ελευθερίας, ακόμα και εσωκομματικά. Η απόρριψη της πρότασης του Σωκράτη Φάμελλου από τον Νίκο Ανδρουλάκη ήρθε να επικυρώσει το αυτονόητο: δεν υφίσταται –τουλάχιστον επί του παρόντος– καμία προοπτική συμπόρευσης ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Αντί μιας κοινής γραμμής απέναντι στον Μητσοτάκη, η Κεντροαριστερά αποσυντίθεται σε υποομάδες που αλληλοϋπονομεύονται. Ο Ανδρουλάκης αποστασιοποιείται, η Κωνσταντοπούλου επιτίθεται, ο Τσίπρας (όταν εμφανίζεται) επικρίνεται. Το χάος δεν έχει κέντρο.
Η Ζωή, οι αριθμοί και τα νεύρα του Μαξίμου
Η ραγδαία άνοδος της Πλεύσης Ελευθερίας στις δημοσκοπήσεις –και ειδικά το γεγονός ότι πλασάρεται σταθερά στη δεύτερη θέση– δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την κυβέρνηση. Ωστόσο, οι επιτελείς του Μαξίμου επέλεξαν να μην την εμφανίσουν ως “νέο πρόσωπο”, αλλά ως πολιτικό φαινόμενο του παρελθόντος με “βαρύ ιστορικό”. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης θύμισε τη συμμετοχή της Ζωής Κωνσταντοπούλου στην αρχική κυβέρνηση του 2015, υπονοώντας ευθέως ότι πρόκειται για μία από τις συνυπεύθυνες της μεγαλύτερης δημοσιονομικής περιπέτειας της χώρας μετά το πρώτο Μνημόνιο. Παράλληλα, οι αιχμές του ίδιου προς το ΠΑΣΟΚ δείχνουν πως το Μαξίμου θέλει να καταδείξει ότι δεν υπάρχει “καθαρή” αντιπολίτευση. Όλοι –λέει εμμέσως η κυβέρνηση– συγκυβέρνησαν ή συνέπραξαν κάποτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, άρα δεν μπορούν να εμφανίζονται ως ηθικοί κριτές. Είναι μια στρατηγική που θέλει να πείσει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους ότι ο μόνος αξιόπιστος και συνεπής παίκτης και συνεπής παίκτης είναι η Νέα Δημοκρατία.
Στον δρόμο προς τις εθνικές εκλογές του 2027, η χώρα δείχνει να κινείται σε δύο ταχύτητες: Από τη μια, μια κυβέρνηση με προβλήματα, φθορά, αλλά οργανωμένο σχέδιο, σαφές μήνυμα και πολιτική συνοχή. Από την άλλη, μια αντιπολίτευση με αποσπασματικά αντανακλαστικά, που αντί να συντονίσει τη δράση της, ανταγωνίζεται τον εαυτό της. Η εικόνα αυτή, όσο μένει αμετάβλητη, δεν θα προκαλέσει απλώς φθορά στην αντιπολίτευση∙ θα τη μετατρέψει σε διακοσμητικό παράγοντα ενός παιχνιδιού που ήδη παίζεται αλλού – στα κυβερνητικά επιτελεία. Και τότε, ακόμα κι αν πολλοί θέλουν να φύγει ο Μητσοτάκης, κανείς δεν θα έχει πείσει για το ποιος πρέπει να τον αντικαταστήσει.
