Γιαννακά - Καρυστιανού: Αντιδράσεις και παρέμβαση Μαρινάκη για την ελευθερία του Τύπου
Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρίσκεται τις τελευταίες ώρες η υπόθεση της δημοσιογράφου Σοφίας Γιαννακά, η οποία κλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ σε απολογία για άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2025 στο iefimerida.gr και αφορούσε τη Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος της τραγωδίας των Τεμπών. Το γεγονός προκάλεσε κύμα αντιδράσεων, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη να παρεμβαίνει δημόσια, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα των δημοσιογράφων να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους. Η υπόθεση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τα όρια της ελευθερίας του Τύπου, για τον ρόλο της δημοσιογραφικής συντεχνίας και για τον τρόπο με τον οποίο θεσμικά όργανα αξιολογούν τη γνώμη, όταν αυτή διαφοροποιείται από το «γενικό κλίμα».
Η Σοφία Γιαννακά στο άρθρο της είχε εκφράσει την άποψη ότι πίσω από τις δημόσιες παρεμβάσεις της κ. Καρυστιανού υποκρύπτεται πολιτική στόχευση και ότι η αντίδραση της Αριστεράς στην τραγωδία των Τεμπών υπερβαίνει τα όρια του θεσμικού ακτιβισμού. Στο νέο της κείμενο με τίτλο «Στο Πειθαρχικό γιατί ‘άγγιξα’ την Καρυστιανού», η Γιαννακά δηλώνει αιφνιδιασμένη από την κλήση της σε απολογία, υποστηρίζοντας ότι απλώς διατύπωσε μια διαφορετική γνώμη, χωρίς ύβρεις, χωρίς εμπρηστική γλώσσα. Όπως αναφέρει η ίδια, η ΕΣΗΕΑ την εγκαλεί επειδή στο αρχικό της άρθρο δεν έλαβε υπόψη «τη γενική κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη» και «τον αγώνα μιας μάνας για τιμωρία των ενόχων». «Η δικαιοσύνη και η τιμωρία των ενόχων δεν είναι αρμοδιότητα των δημοσιογράφων, αλλά της Δικαιοσύνης», απαντά η Γιαννακά.
Μαρινάκης: «Καθήκον μας να προστατεύουμε την ελευθερία γνώμης»
Με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, ο Παύλος Μαρινάκης δήλωσε ξεκάθαρα ότι «η Πολιτεία έχει καθήκον να προστατεύει την ελευθερία του Τύπου». Αναφερόμενος στην κλήση της δημοσιογράφου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι, ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί με τις απόψεις της, η έκφραση γνώμης δεν μπορεί να ποινικοποιείται: «Κράτος, Πολιτεία, Δικαιοσύνη έχουμε καθήκον να συνεχίσουμε να προστατεύουμε τους δημοσιογράφους να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, εφόσον δεν περιέχουν ύβρεις, ακρότητες και συκοφαντικές διατυπώσεις, ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι».
Δημοσιογραφική ελευθερία ή «καθοδήγηση» λόγου;
Η ίδια η Σοφία Γιαννακά επισημαίνει ότι σε αντίθεση με το δικό της άρθρο, άλλα δημοσιεύματα ή σχόλια που περιείχαν «προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, συκοφαντικούς υπαινιγμούς ή ακόμη και στοχοποίηση», δεν προκάλεσαν καμία αντίδραση από την ΕΣΗΕΑ. Κατά την άποψή της, η επιλογή να ελεγχθεί το δικό της άρθρο, και όχι άλλα που παραβιάζουν ανοιχτά τη δημοσιογραφική δεοντολογία, είναι από μόνη της ενδεικτική μιας επιλεκτικής ευαισθησίας. «Δεν γίνεται να επιπλήττεις μια άποψη επειδή διαφωνείς μαζί της, ενώ αφήνεις ανέγγιχτες τις τερατολογίες. Είτε υπερασπίζεσαι την ελευθερία του Τύπου συνολικά, είτε όχι», γράφει χαρακτηριστικά.
Η υπόθεση ανοίγει για ακόμη μια φορά τη συζήτηση γύρω από την ανεξαρτησία του δημοσιογραφικού λόγου σε μια δημοκρατία. Πόσο εύκολα μπορεί ένας δημοσιογράφος να ενοχοποιηθεί επειδή απλώς δεν συμμερίζεται το κλίμα μιας εποχής; Μπορεί ένα πειθαρχικό συμβούλιο να ελέγχει –και ενδεχομένως να πειθαρχεί– όχι την παράβαση δεοντολογίας αλλά την άποψη καθαυτή;
Στην τελική, ο ρόλος της δημοσιογραφίας δεν είναι να ακολουθεί την «κοινωνική απαίτηση», αλλά να τη φωτίζει, να την ερμηνεύει, ακόμη και να την αμφισβητεί. Και σε αυτό, η περίπτωση Γιαννακά δεν είναι παρά ένας ακόμα καθρέφτης του πόσο δύσκολη και ευάλωτη είναι τελικά η ελευθερία του λόγου, όταν παύει να είναι δημοφιλής.
