Η πλειοψηφία των ανώτατων δικαστών έκρινε ότι οι Βενεζουελανοί μετανάστες προσέφυγαν στο λάθος δικαστήριο, αλλά ότι έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τη διαδικασία απέλασής τους. Το βράδυ της Δευτέρας, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επέτρεψε στην κυβέρνηση Τραμπ να συνεχίσει –προσωρινά– τις απελάσεις Βενεζουελάνων μεταναστών, κάνοντας χρήση του νόμου περί “Εχθρικών Αλλοδαπών” (Alien Enemies Act), νόμου εποχής πολέμου, και ανατρέποντας την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που είχε σταματήσει προσωρινά τις διαδικασίες απομάκρυνσης. Η απόφαση αυτή συνιστά νίκη για την πλευρά Τραμπ, αν και δεν εξετάζει την συνταγματικότητα της χρήσης του συγκεκριμένου νόμου, ούτε τη μεταφορά των μεταναστών σε φυλακή του Ελ Σαλβαδόρ. Αντιθέτως, το Ανώτατο Δικαστήριο επικέντρωσε σε διαδικαστικό ζήτημα, κρίνοντας ότι οι συνήγοροι των μεταναστών κατέθεσαν την προσφυγή σε λάθος γεωγραφική περιφέρεια.
Σύμφωνα με την απόφαση, η υπόθεση θα έπρεπε να έχει κατατεθεί στο Τέξας –εκεί όπου κρατούνται οι μετανάστες– και όχι στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, και οι εννέα δικαστές συμφώνησαν ότι οι κρατούμενοι μετανάστες πρέπει να ειδοποιούνται εγκαίρως και να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απέλασή τους, όπως ανέφερε στο σκεπτικό του ο δικαστής Μπρετ Κάβανο. Η διαφωνία στο δικαστήριο εστίασε στο “πού” και “πώς” πρέπει να συμβεί αυτή η προσφυγή. «Οι κρατούμενοι βρίσκονται στο Τέξας, επομένως το δικαστήριο της Ουάσιγκτον δεν είναι αρμόδιο», σημείωσε το ολιγόλογο και ανυπόγραφο –όπως συνηθίζεται στις επείγουσες αιτήσεις– σκεπτικό της απόφασης.
Το Δικαστήριο διέταξε οι μετανάστες να ενημερωθούν “σε εύλογο χρονικό διάστημα” ότι υπάγονται στη διαδικασία απομάκρυνσης βάσει του νόμου περί Εχθρικών Αλλοδαπών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν νομικά την απέλασή τους. Η διάταξη αυτή μπορεί να δημιουργήσει σημαντικούς περιορισμούς στην περαιτέρω χρήση του νόμου από την κυβέρνηση Τραμπ. Ο Ντόναλντ Τραμπ χαιρέτισε την απόφαση ως νίκη, δηλώνοντας στα κοινωνικά δίκτυα: «Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον Κανόνα Δικαίου στο Έθνος μας, επιτρέποντας σε έναν Πρόεδρο –όποιος κι αν είναι– να διασφαλίσει τα σύνορά μας και να προστατεύσει τις οικογένειες και τη χώρα μας. ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ!»
Ενστάσεις από τους προοδευτικούς δικαστές – «Επικίνδυνο νομικό προηγούμενο»
Η δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ, σε μια οξεία μειοψηφούσα άποψη, χαρακτήρισε τη νομική βάση της απόφασης «ύποπτη» και επέκρινε το γεγονός ότι το Δικαστήριο προσέφερε στην κυβέρνηση «έκτακτη προστασία» χωρίς καν να λάβει υπόψη τη σοβαρή βλάβη που μπορεί να υποστούν οι μετανάστες, αν απελαθούν εσφαλμένα στο Ελ Σαλβαδόρ. «Το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιβραβεύει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να διαβρώσει το κράτος δικαίου», έγραψε, ενώ στην άποψή της συντάχθηκαν και οι άλλες δύο προοδευτικές δικαστίνες, Έλενα Κέιγκαν και Κετάντζι Μπράουν Τζάκσον. Η δικαστής Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ συμφώνησε εν μέρει. Σε ξεχωριστή διαφωνία, η δικαστής Τζάκσον άσκησε δριμεία κριτική στην απόφαση του Δικαστηρίου να ενεργήσει μέσω της επείγουσας διαδικασίας, χωρίς πλήρη ακροαματική διαδικασία.«Τουλάχιστον παλαιότερα, όταν το Δικαστήριο έσφαλλε, άφηνε πίσω του ένα ίχνος, ώστε η ιστορία να δείξει πού και πώς», έγραψε, επικαλούμενη την περιβόητη υπόθεση Korematsu v. United States του 1944 για τον εγκλεισμό Αμερικανών ιαπωνικής καταγωγής. «Όλο και περισσότερες κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται στις σκιές της επείγουσας διαδικασίας. Αλλά ας μην γελιόμαστε: είμαστε εξίσου λανθασμένοι τώρα όσο και τότε – με εξίσου καταστροφικές συνέπειες», κατέληξε.
Οι συνήγοροι των μεταναστών, αν και απογοητευμένοι που πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή σε άλλο δικαστήριο, χαρακτήρισαν την απόφαση σημαντική νίκη. Ο Λι Γκελέρντ, δικηγόρος της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU), δήλωσε: «Το κρίσιμο είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της κυβέρνησης ότι μπορεί να απελαύνει ανθρώπους χωρίς καν να τους ειδοποιεί επαρκώς και χωρίς να τους δίνει τη δυνατότητα να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη».
Ο νόμος του 1798 και η ”εισβολή” του Τρεν ντε Αραγκούα
Η υπόθεση είναι από τις πιο προβεβλημένες από τις εννέα επείγουσες αιτήσεις που έχει καταθέσει η κυβέρνηση Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόκειται για μια ευθεία σύγκρουση ανάμεσα στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Η κυβέρνηση επικαλείται τον νόμο περί Εχθρικών Αλλοδαπών του 1798, με σκοπό την απέλαση άνω των 100 Βενεζουελάνων που φέρεται να είναι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης Tren de Aragua, μιας βίαιης συμμορίας με έδρα τη Βενεζουέλα. Ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε στις 14 Μαρτίου προεδρικό διάταγμα που χαρακτήρισε τη δράση της συμμορίας ως «εισβολή» και «αρπακτική επίθεση» καθοδηγούμενη –φανερά ή κρυφά– από την κυβέρνηση Μαδούρο. Την ίδια μέρα, αεροπλάνα με τους υπό απέλαση μετανάστες απογειώθηκαν με προορισμό το Ελ Σαλβαδόρ, που είχε συνάψει συμφωνία με τις ΗΠΑ για να τους δεχτεί και να τους φυλακίσει.
Ομοσπονδιακός δικαστής στην Ουάσιγκτον, ο Τζέιμς Μπόασμπεργκ, διέταξε την αναστολή των απελάσεων και εξέδωσε προσωρινή διαταγή, που αργότερα έγινε γραπτή εντολή παγώματος των κυβερνητικών σχεδίων. Η κυβέρνηση προσέφυγε κατά της εντολής, αλλά τριμελές εφετείο στην Ουάσιγκτον στήριξε τους μετανάστες, διατηρώντας την αναστολή. Ένας από τους δικαστές ανέφερε ότι η διαδικασία απέλασης παραβίαζε «κάθε έννοια δίκαιης διαδικασίας». Η ACLU και η οργάνωση Democracy Forward κατηγόρησαν τον Τραμπ ότι διαστρέβλωσε έναν πολεμικό νόμο για να απελάσει ποινικούς αλλοδαπούς, παρακάμπτοντας εντελώς τις περιορισμένες εξουσίες που του έχει αναθέσει το Κογκρέσο. Οι δικηγόροι των μεταναστών περιέγραψαν την τύχη των απελαθέντων στο Ελ Σαλβαδόρ ως φρικτή: «Κρατούνται απομονωμένοι, σε μια από τις πιο βίαιες φυλακές του κόσμου, με καταγγελίες για βασανιστήρια και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η κυβέρνηση Τραμπ απαντά: «Είναι ζήτημα διαδικασίας»
Η προσωρινή γενική εισαγγελέας, Σάρα Χάρις, απάντησε με υπόμνημα στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι η κυβέρνηση δεν αρνείται το δικαίωμα των μεταναστών σε δικαστικό έλεγχο. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι το επίδικο είναι διαδικαστικό: πού και πώς πρέπει να προσφύγουν οι μετανάστες για να αμφισβητήσουν τη χαρακτηριστική τους ως «εχθρικοί αλλοδαποί». Το σωστό, κατά την κυβέρνηση, ήταν να προσφύγουν στο Τέξας – όχι στην Ουάσιγκτον. Ζήτησε την άρση του παγώματος της εντολής Τραμπ, χαρακτηρίζοντας τη δικαστική καθυστέρηση «απαράδεκτα μακρά παρέμβαση στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας». Κατηγόρησε, τέλος, τους συνηγόρους των μεταναστών για «δραματοποιημένη αφήγηση», επιμένοντας ότι η κυβέρνηση «απεχθάνεται τα βασανιστήρια, δεν τα προσκαλεί».