Νέα εμπειρογνωμοσύνη και ερωτήματα για τη συνέχεια
Προτού καν κοπεί η κορδέλα των εγκαινίων, ένα από τα πιο αναμενόμενα έργα οδικής σύνδεσης στη Θεσσαλία υπέστη καταστροφή. Ο νέος παραλιακός δρόμος που θα ένωνε τη Λάρισα με τον Βόλο μέσω Αγιοκάμπου–Κεραμιδίου υπέστη σοβαρές ζημιές, με το οδόστρωμα στο 12ο χιλιόμετρο να έχει καταρρεύσει πλήρως, θυμίζοντας βομβαρδισμένο τοπίο. Η είδηση προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο για τη χρονική συγκυρία –λίγο πριν τα εγκαίνια του έργου, τα οποία είχαν προγραμματιστεί για τα τέλη Ιουλίου– αλλά και για το παρασκήνιο και τα σοβαρά ερωτήματα που αφορούν τη μελέτη, τη χρηματοδότηση και την καταλληλότητα του σχεδιασμού του έργου. Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας έριξε φως στο ιστορικό του έργου, το οποίο –όπως αποκάλυψε– δημοπρατήθηκε το 2019, ενώ η σύμβαση υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2020, με ορίζοντα υλοποίησης τα δύο χρόνια. Ωστόσο, η κατασκευή παρατάθηκε – και τελικά ολοκληρώθηκε με καθυστερήσεις που άγγιξαν τα τέσσερα χρόνια, εξαιτίας αλλεπάλληλων προβλημάτων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη μελέτη που εγκρίθηκε με περιβαλλοντικούς όρους το 2016, έπειτα από αναμονή σχεδόν δέκα ετών. Αυτή η μελέτη, όπως δήλωσε, προέβλεπε βελτίωση χωματόδρομου δασικής χρήσης, και όχι την κατασκευή επαρχιακής οδού. «Αντί να εφαρμοστούν οι όροι αυτής της μελέτης, το 2019 παρουσιάστηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο ένα έργο που φέρει τον τίτλο ‘επαρχιακός δρόμος Ρακοποτάμου–Κεραμιδίου’», εξήγησε ο κ. Κουρέτας. «Η μελέτη όμως, που είχε εγκριθεί ως δασικός δρόμος, δεν μπορεί να υποστηρίξει το έργο ως επαρχιακή οδός. Αυτό το ασυμβίβαστο δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα». Ο περιφερειάρχης ανέφερε ότι έχει ήδη δοθεί εντολή για τη διενέργεια νέας εμπειρογνωμοσύνης, ώστε να διαπιστωθεί τι ακριβώς συνέβη με τη μελέτη, τις κατασκευαστικές παρεκκλίσεις και το αν υπάρχουν σήμερα οι οικονομικοί πόροι για την ολοκλήρωση του έργου.
«Κατά την προσωπική μου άποψη, αυτός ο δρόμος δεν έπρεπε να είχε γίνει ποτέ», δήλωσε χαρακτηριστικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το έργο σχεδιάστηκε σε λανθασμένες βάσεις και υλοποιήθηκε χωρίς σαφή τεχνική ευθύνη. «Η αρχική μελέτη πιθανόν να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα του έργου σήμερα. Κι εγώ, ως περιφερειάρχης, δεν έχω τα απαραίτητα κονδύλια για να το τελειώσω». Η κατάρρευση του δρόμου φέρνει στο προσκήνιο πολλαπλά επίπεδα ευθύνης: από την αρχική κατάρτιση της μελέτης και τη μακρά καθυστέρηση της έγκρισής της, μέχρι τη μετεξέλιξη του σχεδίου σε έργο μεγαλύτερης κλίμακας, χωρίς όμως τις αναγκαίες προσαρμογές. Η εμπειρογνωμοσύνη που έχει διαταχθεί ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για την κατασκευαστική ποιότητα, τη χρηματοδοτική δομή και τη θεσμική επίβλεψη του έργου. Την ίδια ώρα, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν και πώς μπορεί να διασωθεί ένα έργο που –πριν ακόμα δοθεί στην κυκλοφορία– καταρρέει, αφήνοντας πίσω του χώμα, χαλάσματα και πολιτική δυσαρέσκεια.
