Φορολογικό «ανάσα» για 2 εκατ. πολίτες – Τι περιλαμβάνει το πακέτο της ΔΕΘ
Ένα νέο κύμα φοροελαφρύνσεων σχεδιάζει η κυβέρνηση ενόψει της παρουσίας του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο, με στόχο την ενίσχυση της μεσαίας τάξης και την ανακούφιση ευάλωτων ομάδων. Το πακέτο των μέτρων θα έχει μόνιμο χαρακτήρα και θα βασιστεί στον δημοσιονομικό χώρο που εξασφαλίστηκε μέσα από τη συμφωνία της Αθήνας με την Κομισιόν για τον καθορισμό των ανώτατων ορίων δαπανών της περιόδου 2025-2028. Η εν λόγω συμφωνία δεν επέτρεψε μόνο την πρόωρη εφαρμογή μέτρων για το 2025, όπως οι στοχευμένες ενισχύσεις σε συνταξιούχους και ενοικιαστές. Προβλέπει επίσης τη δυνατότητα για νέο «πακέτο» φοροελαφρύνσεων από την 1η Ιανουαρίου 2026, ύψους έως και 1 δισ. ευρώ, με βάση τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα. Το εύρος του πακέτου θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τις αποφάσεις που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ένταξη ή εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς στόχους. Αν υπάρξει μερική εξαίρεση –ειδικά για εξοπλιστικά και μισθοδοσίες στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων– θα διευρυνθεί περαιτέρω το πεδίο δράσης της κυβέρνησης.
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν πως βασική προτεραιότητα αποτελεί η φορολογική ελάφρυνση εισοδημάτων μεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ. Σήμερα, αυτά φορολογούνται με συντελεστή 22%, ωστόσο εξετάζεται η εισαγωγή ενός ενδιάμεσου συντελεστή, πιθανώς στο 15%, που θα ενισχύσει περίπου 2 εκατομμύρια φορολογούμενους. Υπενθυμίζεται ότι η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή σε 9% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ κόστισε 280 εκατ. ευρώ, με κύριους ωφελούμενους τους επαγγελματίες. Μια παρέμβαση στη μεσαία τάξη εκτιμάται ότι θα έχει παρόμοιο, αν όχι υψηλότερο, δημοσιονομικό αποτύπωμα.
Νέο ψαλίδι στις εισφορές – Ενίσχυση καθαρών αποδοχών
Στο τραπέζι βρίσκεται επίσης η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Κάθε μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας μεταφράζεται σε δημοσιονομικό κόστος 220 εκατ. ευρώ, το οποίο όμως αντανακλάται θετικά στα καθαρά εισοδήματα εργαζομένων και εργοδοτών, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη.
Η κυβέρνηση εξετάζει διπλή παρέμβαση στη φορολογία ακινήτων. Αφενός, μείωση του φόρου στα ενοίκια –ιδίως για τους μικροϊδιοκτήτες που δηλώνουν έσοδα έως 12.000 ευρώ– και αφετέρου αναθεώρηση του ΕΝΦΙΑ ενόψει της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών το 2026. Στόχος είναι η αποτροπή νέων δυσάρεστων εκπλήξεων όπως αυτές που προκάλεσαν οι πρόσφατες αυξήσεις στις αντικειμενικές τιμές.
Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 άνοιξε τον δρόμο
Καθοριστικό ρόλο στην ενεργοποίηση των νέων μέτρων έπαιξε το πρωτογενές πλεόνασμα-ρεκόρ του 2024, το οποίο ανήλθε στα 11,4 δισ. ευρώ ή 4,8% του ΑΕΠ – σχεδόν διπλάσιο από τις αρχικές προβλέψεις. Η αναγνώριση από την Κομισιόν των αυξημένων εισπράξεων λόγω περιορισμού της φοροδιαφυγής –μέσω ψηφιακών εργαλείων της ΑΑΔΕ– συνέβαλε στη διαμόρφωση επιπλέον δημοσιονομικού χώρου. Το πλεόνασμα που προέκυψε χαρακτηρίζεται ως «μόνιμο όφελος» και, υπό όρους, μπορεί να μεταφερθεί στις επόμενες χρονιές, αρκεί να μην ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ ετησίως. Έτσι, το ανώτατο όριο αύξησης δαπανών για το 2025 αυξήθηκε στο 4,5% του ΑΕΠ (από 3,7%), ενώ για το 2026 μπορεί να φτάσει το 4,4%, εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση των εξαγγελιών που θα παρουσιάσει ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
