Μαρία Πολυδούρη: Μια ζωή στα άκρα του έρωτα και της απώλειας

ΕΛΛΑΔΑ

Μαρία Πολυδούρη: Μια ζωή στα άκρα του έρωτα και της απώλειας

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ευτυχία Παπούλια

Μαρία Πολυδούρη: Ο έρωτας που σημάδεψε μια ζωή

29.04.2025 | 10:18

Ο Απρίλης ήταν ο μήνας της. Σαν ένας αόρατος κύκλος, όλα τα καθοριστικά σημεία της ζωής της Μαρίας Πολυδούρη ξετυλίγονταν στην αγκαλιά της άνοιξης: γεννήθηκε Απρίλη, ερωτεύτηκε Απρίλη, και τελικά άφησε την τελευταία της πνοή Απρίλη. Ίσως και να το είχε μαντέψει η ίδια, όταν έγραφε σπαρακτικά στο ποίημά της «Σαν Πεθάνω»: «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη…» Ποιήτρια λυρική αλλά ποτέ μελοδραματική, ευαίσθητη αλλά όχι αδύναμη, η Μαρία Πολυδούρη δεν χώρεσε ποτέ στα στερεότυπα της εποχής της. Μέσα από τους στίχους της μιλούσε όχι μόνο για τα πάθη της ψυχής της, αλλά και για τα δικαιώματα της γυναίκας, την ελευθερία και την ανάγκη για ζωή.

Γεννημένη την Πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα, μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια όπου η φλόγα της γνώσης και της ανεξαρτησίας ήταν ζωντανή. Ο πατέρας της, φιλόλογος, και η μητέρα της, με φεμινιστικές ανησυχίες, χάραξαν στην ψυχή της την ανάγκη να ακολουθήσει τη δική της φωνή. Σε ηλικία μόλις 14 ετών, η Μαρία γράφει το πρώτο της έργο, εμπνευσμένο από τον θρήνο της Μάνης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1919, χάνει και τους δύο γονείς της μέσα σε σαράντα μέρες — ένα τραγικό γεγονός που, αντί να τη λυγίσει, της άνοιξε τον δρόμο προς την ελευθερία της αυτογνωσίας και της πολιτικής δράσης. Με πάθος μίλησε για τα δικαιώματα των γυναικών, έγραψε επιστολές στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ύμνησε την Οκτωβριανή Επανάσταση — χωρίς ποτέ να προδώσει τη βαθύτερη φύση της: την ανάγκη για έρωτα, για ζωή, για ποίηση.

Το 1921, η μετάθεσή της στην Αθήνα γίνεται το κλειδί που ανοίγει μια νέα πόρτα στη ζωή της. Γράφεται στη Νομική Σχολή, κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους, και εκεί, σε μια από αυτές τις συναντήσεις, γνωρίζει τον Κώστα Καρυωτάκη. Ανεξάρτητη, ελεύθερη, γεμάτη ζωντάνια, η Πολυδούρη βρίσκει στον μελαγχολικό, εσωστρεφή Καρυωτάκη έναν έρωτα που έμοιαζε με αναπόφευκτη μοίρα. Η σχέση τους, γεμάτη πάθος αλλά και σκιές, σύντομα θα δοκιμαστεί: ένα τυχαίο επεισόδιο με αστυνομικούς στη βόλτα τους στο Φάληρο, αποκαλύπτει την άγρια τρυφερότητα της Πολυδούρη, που δεν δίστασε να προστατεύσει τον αγαπημένο της με κάθε τρόπο. Κι όμως, ο μεγάλος αυτός έρωτας έμελλε να ματώσει. Το καλοκαίρι του 1922, ο Καρυωτάκης της ανακοινώνει πως πάσχει από σύφιλη — αρρώστια ανίατη τότε και κοινωνικά στιγματισμένη. Εκείνη, μέσα στην απέραντη αγάπη της, του προτείνει γάμο. Ο Καρυωτάκης, εγκλωβισμένος στον ίδιο του τον εαυτό, αρνείται.

Πληγωμένη βαθιά, η Πολυδούρη προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή της. Αρραβωνιάζεται με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, αλλά σύντομα παραδέχεται πως η καρδιά της ανήκει αλλού. Αφήνει την Αθήνα, φεύγει για το Παρίσι και σπουδάζει υψηλή ραπτική, αναζητώντας έναν καινούργιο εαυτό. Όμως η μοίρα δεν της χαρίζει χρόνο. Στο Παρίσι διαγιγνώσκεται με φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του αφιερώνει ένα από τα πιο συγκινητικά της ποιήματα, το «Βαριά Καρδιά».

Το τέλος: Ένα άγγιγμα Απρίλη

Η συνάντησή της με τον Καρυωτάκη στο νοσοκομείο ήταν σύντομη και πικρή — μια συνάντηση σιωπής, λίγο πριν εκείνος δώσει τέλος στη ζωή του στην Πρέβεζα. Ο θάνατός του συγκλονίζει την Πολυδούρη. Ανυπάκουη στις εντολές των γιατρών, καπνίζει, κολυμπάει, ξενυχτά — λες και ήθελε να φτάσει γρηγορότερα κοντά του. Παρά τον ανείπωτο πόνο, εκδίδει τις ποιητικές συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος», έργα γεμάτα από τη μελωδία μιας καρδιάς που καίγεται. Στις 29 Απριλίου 1930, σε μια κλινική των Πατησίων, η Μαρία Πολυδούρη αφήνει την τελευταία της πνοή. Ήσυχα, με αξιοπρέπεια. Ίσως από τη φυματίωση. Ίσως από τη συνειδητή επιλογή να μην αντέξει άλλο. Όπως κι αν έφυγε, κράτησε μέχρι το τέλος τη δική της φωνή. Η Μαρία Πολυδούρη έγραψε με αίμα και φως. Έζησε παθιασμένα, χωρίς να συμβιβαστεί, χωρίς να προδώσει τον εαυτό της. Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, η αγωνία της για δικαιοσύνη, η μάχη της με την αρρώστια — όλα έγιναν ποίηση. Κι αν «οι τρίλλιες της σβήνουν», οι στίχοι της ακόμα αντηχούν, κάθε Απρίλη, σε κάθε καρδιά που έμαθε να αγαπά χωρίς όρους.

Exit mobile version