Για σχεδόν τρεις δεκαετίες αποτέλεσε το απόλυτο σύμβολο της εσωτερικής εξορίας και του ανελέητου σωφρονισμού. Κι όμως, πάνω από μισό αιώνα μετά το κλείσιμό της, η φυλακή του Αλκατράζ συνεχίζει να ασκεί ακατανίκητη γοητεία στην αμερικανική φαντασία – και τώρα, με την εξαγγελία του Ντόναλντ Τραμπ, αναμένεται να επανέλθει στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής. Με ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ενεργοποιήσει ξανά –σε διευρυμένη μορφή– το ιστορικό Ομοσπονδιακό Σωφρονιστήριο Αλκατράζ. Όπως ανέφερε, έχει ήδη δώσει εντολή σε Υπουργείο Δικαιοσύνης, FBI και Υπηρεσία Φυλακών να δρομολογήσουν την πλήρη ανακατασκευή του, ώστε να υποδέχεται «τους πιο σκληρούς και επικίνδυνους εγκληματίες της χώρας».
Το Αλκατράζ, μικρή βραχονησίδα στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, ανακαλύφθηκε το 1775 από τον Ισπανό θαλασσοπόρο Χουάν Μανουέλ ντε Αγιάλα, ο οποίος το βάφτισε «Νησί των Πελεκάνων» (Isla de los Alacatraces). Στις αρχές του 19ου αιώνα, λόγω της στρατηγικής του θέσης, μετατράπηκε σε στρατιωτικό οχυρό. Το 1850, με προεδρικό διάταγμα, πέρασε στην κυριότητα του αμερικανικού στρατού και μέχρι το 1868 εξελίχθηκε σε επίσημη στρατιωτική φυλακή. Κατά τη δεκαετία του 1930, με το κύμα εγκληματικότητας που ξέσπασε μετά την Ποτοαπαγόρευση, το οχυρό μετατράπηκε σε κέντρο εγκλεισμού των πλέον αδίστακτων εγκληματιών. Το Αλκατράζ άνοιξε επισήμως ως Ομοσπονδιακό Σωφρονιστήριο το 1934, προσφέροντας ένα πρότυπο απόλυτης απομόνωσης: πανίσχυρα ρεύματα περιβάλλουν το νησί, οι φρουρές ήταν αμείλικτες και τα μέτρα ασφαλείας – από τα ατσάλινα κάγκελα έως τα μηχανικά κλειδώματα και τα ηλεκτρονικά ελεγχόμενα περάσματα – θεωρούνταν πρωτοποριακά. Η φυλακή χωρίστηκε σε τέσσερις πτέρυγες (Α έως Δ), με τα χειρότερα στοιχεία να κρατούνται στην πτέρυγα Δ και στα απομονωμένα κελιά της «Τρύπας», διαστάσεων μόλις 2,7×1,5 μέτρα. Επρόκειτο για ένα περιβάλλον σχεδιασμένο όχι μόνο για τιμωρία, αλλά και για ψυχολογική εξουθένωση.
Στη διάρκεια της λειτουργίας του Αλκατράζ, 1.576 κρατούμενοι πέρασαν τις πύλες του. Ανάμεσά τους, ο διαβόητος μαφιόζος Αλ Καπόνε, ο οποίος μεταφέρθηκε εκεί το 1934 για να αποκοπεί από τα προνόμια που απολάμβανε στις φυλακές της Ατλάντα. Μαζί του, τα μεγαλύτερα ονόματα του οργανωμένου εγκλήματος της εποχής: ο Τζορτζ «Machine Gun» Κέλι, ο Άλβιν «Creepy» Κάρπις, ο Μίκι Κόεν και ο Μπάμπι Τζόνσον. Εμβληματική μορφή υπήρξε και ο Ρόμπερτ Στράουντ, «ορνιθολόγος του Αλκατράζ», που αν και δεν εκτρέφει πουλιά στο ίδιο το νησί, έγινε σύμβολο μέσω της κινηματογραφικής του αναπαράστασης.
Από το 1934 έως το 1963 σημειώθηκαν 14 απόπειρες απόδρασης με συνολικά 36 κρατούμενους. Οι περισσότερες απέτυχαν. Η πιο αιματηρή ήταν η «Μάχη του Αλκατράζ» τον Μάιο του 1946, όταν κρατούμενοι κατέλαβαν τον οπλισμό και κράτησαν φρουρούς ομήρους. Η επέμβαση των πεζοναυτών έβαλε τέλος στην πολιορκία, αφήνοντας πίσω της έξι νεκρούς. Η πλέον μυστηριώδης υπόθεση αφορά την πιθανή επιτυχημένη απόδραση των Φρανκ Μόρις και των αδελφών Άνγκλιν το 1962. Με αυτοσχέδια εργαλεία και μια σχεδία από αδιάβροχα, διέφυγαν από το νησί χωρίς να εντοπιστούν ποτέ. Αν και το FBI κατέληξε το 1979 ότι πιθανόν πνίγηκαν, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή από τις αμερικανικές αρχές, οι οποίες την επανεξετάζουν έως και το 2030. Η ιστορία τους ενέπνευσε την ταινία του 1979 Escape from Alcatraz με τον Κλιντ Ίστγουντ στον ρόλο του Μόρις, προσθέτοντας ακόμα ένα κεφάλαιο στον αστικό μύθο του Αλκατράζ.
Το τέλος ενός καθεστώτος – και το ενδεχόμενο της επιστροφής
Το Αλκατράζ έκλεισε επισήμως στις 21 Μαρτίου 1963, εξαιτίας του υπέρογκου κόστους συντήρησης και της πολιτικής πίεσης για σωφρονιστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με έκθεση του 1959, το ημερήσιο κόστος ανά κρατούμενο ανερχόταν στα 10 δολάρια – τριπλάσιο από τις υπόλοιπες φυλακές της χώρας. Από το 1972 το νησί λειτουργεί ως μουσείο και δημοφιλής τουριστικός προορισμός, προσελκύοντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο επισκέπτες τον χρόνο. Όμως με την εξαγγελία Τραμπ, το φάντασμα του παρελθόντος επανέρχεται – αυτή τη φορά, όχι ως ιστορική ανάμνηση, αλλά ως ενδεχόμενη πραγματικότητα. Το αν η επαναλειτουργία του Αλκατράζ θα υλοποιηθεί –και με ποιο κόστος για τη σύγχρονη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα– μένει να αποδειχθεί. Προς το παρόν, ο μύθος του συνεχίζει να ακροβατεί ανάμεσα στην Ιστορία και το σκοτεινό φαντασιακό της Αμερικής.