Πόρισμα Καρώνη για Τέμπη: Σύγκρουση κυβέρνησης - αντιπολίτευσης
Δεκατέσσερις μήνες μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη, η υπόθεση επανέρχεται με εκκωφαντικό τρόπο στο προσκήνιο. Τα δύο τεχνικά πορίσματα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), που δόθηκαν στη δημοσιότητα, όχι μόνο επιχειρούν να αποσαφηνίσουν τα αίτια της καταστροφής, αλλά και επανακαθορίζουν την πολιτική και κοινωνική συζήτηση γύρω από το τραγικό συμβάν. Με απορριπτική διάθεση απέναντι στις θεωρίες περί παράνομου φορτίου και ύποπτης έκρηξης, τα συμπεράσματα των ειδικών εγείρουν νέα ερωτήματα, ενώ φουντώνουν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Το βασικό πόρισμα, αυτό του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η εντυπωσιακή πυρόσφαιρα που καταγράφηκε μετά τη σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών, προκλήθηκε πιθανότατα από ανάφλεξη ελαίων σιλικόνης που προέρχονταν από τον μετασχηματιστή της επιβατικής μηχανής. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται, σύμφωνα με τον ίδιο, με ηλεκτρικό τόξο υψηλής τάσης – αποτέλεσμα βραχυκυκλώματος εξαιτίας των τρομακτικών καταπονήσεων που υπέστη το σύστημα λόγω της σφοδρής πρόσκρουσης. Αντίστοιχα, ο καθηγητής Μεταλλειολογίας Πέτρος Τσακιρίδης κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε έκρηξη, εφόσον τα δείγματα από το πιλοτήριο και τη μηχανή της εμπορικής αμαξοστοιχίας δεν έφεραν ίχνη καύσης ή θερμικής καταστροφής, αλλά μόνο παραμορφώσεις από τη σύγκρουση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τεχνικές επισημάνσεις του ενεργειακού μηχανικού Κώστα Κάπου, ο οποίος σε δημόσια παρέμβασή του εξηγεί ότι η φονική ανάφλεξη συνδέεται με την ταχύτατη δημιουργία διάπυρων εύφλεκτων αερίων από την κατάρρευση του μετασχηματιστή της επιβατικής μηχανής. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «αν αναφλεγεί ένα λίτρο ελαίου από μετασχηματιστή, παράγονται έως 8.000 λίτρα διάπυρων αερίων».
Τα πορίσματα του ΕΜΠ αξιοποιήθηκαν άμεσα από την κυβέρνηση, η οποία κατήγγειλε «συνειδητή διασπορά ψευδών σεναρίων» από την αντιπολίτευση, με στόχο τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης έκανε λόγο για «χυδαία εργαλειοποίηση της τραγωδίας» και έστρεψε τα πυρά του κυρίως κατά του ΠΑΣΟΚ, καλώντας προσωπικά τον Νίκο Ανδρουλάκη «να απολογηθεί δημόσια». Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης, σε ευθεία γραμμή με το Μαξίμου, δήλωσε ότι πλέον τίθεται «μείζον πολιτικό ζήτημα» για την αντιπολίτευση, που στηρίχθηκε σε «θεωρίες συνωμοσίας» για να καταθέσει δύο προτάσεις δυσπιστίας.
Καταγγελίες για προπαγάνδα και παρέμβαση στη Δικαιοσύνη
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση πέρασε στην αντεπίθεση. Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλαν κυβερνητική απόπειρα πολιτικής αξιοποίησης του πορίσματος για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από τις διαχρονικές ευθύνες στο σιδηροδρομικό δίκτυο, αλλά και τις καθυστερήσεις στην απόδοση δικαιοσύνης. Σχολίασαν μάλιστα πως η κυβέρνηση «επιχειρεί να προκαταβάλει την έρευνα», ενώ επέμειναν ότι το κύριο ζήτημα παραμένει η μη ολοκλήρωση της σύμβασης 717 για την τηλεδιοίκηση. Το ΠΑΣΟΚ αντέδρασε με σφοδρότητα. Σε ανακοίνωσή του μιλά για «γκεμπελική προπαγάνδα», χαρακτηρίζοντας «ψευδή και συκοφαντικά» τα λεγόμενα του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, μέσω συνεργατών του, απέκρουσε τις αιτιάσεις και επανέφερε το ζήτημα της αναζήτησης πολιτικών ευθυνών και της ανάγκης να αποδοθούν λογαριασμοί για το γεγονός ότι η Ελλάδα, εν έτει 2023, διέθετε τρένα χωρίς βασικά συστήματα ασφαλείας.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας, αμφισβήτησε ανοικτά τη μεθοδολογία και την καθυστέρηση έκδοσης του πορίσματος Καρώνη, ενώ υποστήριξε ότι «όσοι μεθοδεύουν αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων σε τέτοια εγκλήματα, διαπράττουν νέο έγκλημα». Από την πλευρά του, το ΚΚΕ χαρακτήρισε «πρόκληση» την κυβερνητική στάση, σημειώνοντας ότι υπάρχουν αντικρουόμενα τεχνικά πορίσματα, ενώ καταγγέλλει συστηματική αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος και απόκρυψη κρίσιμων στοιχείων. Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, έκανε λόγο για «ωμή παρέμβαση σε εκκρεμή δικαστική διαδικασία», αναφερόμενος στις ταυτόχρονες δηλώσεις Μαρινάκη, Χατζηδάκη και Υπουργού Δικαιοσύνης. Παρά τις τεχνικές απαντήσεις σε επιμέρους ζητήματα, η υπόθεση Τεμπών κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Η Δικαιοσύνη καλείται πλέον να σταθμίσει τα πορίσματα, να διερευνήσει τη βασιμότητα των εικασιών περί απόπειρας συγκάλυψης, αλλά κυρίως να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα της κρατικής ευθύνης: γιατί το πιο νευραλγικό συγκοινωνιακό μέσο της χώρας λειτουργούσε με τόσο επισφαλή τρόπο και πώς κατέρρευσε η αλυσίδα πρόληψης;
